30 Apr 2008

Οι ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ του Γιώργου Ξένου



ΟΙ ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ-Μυθιστόρημα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΟΣ
Εκδόσεις Μαϊστρος, 2007-11-22


Μια προσωπική ανάγνωση


Η Ιστορία…
Η ιστορία ξεκινά από το Περιστέρι, ένα μικρό ημιορεινό χωριό της Ηλείας, στο Δήμο Αμαλιάδας. Είναι το 1954, ένα χρόνο μετά τους σεισμούς της Ζακύνθου. Είναι εκείνα τα πέτρινα χρόνια, τα μετεμφυλιακά….
Είναι και ο φόβος που κατατρώει τα σωθικά από πολλαπλές πηγές εκπορευόμενος. Εν αρχή είναι το «θεϊκό σημάδι» στον ουρανό, είναι οι ακρίδες που έπεσαν στο χωριό, που αφανίσανε μέχρι και το ρετσίνι από τις πεύκες του παρακείμενου δάσους, τη χρονιά που οι γίδες έμειναν στέρφες, τα χωράφια χέρσα, χρονιά που χαθήκανε δυο παλικάρια κοντά είκοσι χρονώ, σαν να άνοιξε η γη και να τα κατάπιε, αφού δεν τα ξανάδε ποτέ κανείς, τότε που η Μαριό έκανε τρίδυμα, ένα παιδί και δυο κορίτσια, τα κορίτσια τυφλά και τ’ αγόρι με ένα πόδι. Όσα κορίτσια την ίδια χρονιά τόλμησαν να απομακρυνθούν από το χωριό, βρεθήκανε βιασμένα και ημιλυπόθυμα…
Εκείνη τη χρονιά βρέθηκε γκρεμοτσακισμένος κι ένας νεαρός βοσκός, σε μια βαθειά ρεματιά του δάσους…
Οι Περιστεριώτες ψάχνουν τρόπο να ξορκίσουν το κακό. Οι μισοί επιστρατεύουν την αγιοσύνη και τον παπά Γιώργη, κι οι άλλοι μισοί, τη μάγισσα Σαράχ που εγκαθίσταται στο χωριό και φτιάχνει τα μαγικά της… Μετά από μέρες αυτοσυγκέντρωσης βγάζει η Σαράχ το χρησμό…
Κι όλα έγιναν όπως τα θέλησε η μάγισσα…Και τα μάγια λυθήκανε και το χωριό ξαναγύρισε στην κανονικότητά του, με τη χωροφυλακή διαρκώς παρούσα ακόμα, και τους μισούς από τους νέους του χωριού να παίρνουν των ομματιών τους για Αυστραλία, Γερμανία, Αμερική, μερικοί δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ… Η μετανάστευση των Ελλήνων στο φόρτε της εκείνη την εποχή, που ερήμωσε χωριά και ύπαιθρο οριστικά και αμετάκλητα.

Έτσι ξεκινά το μυθιστόρημα. Μια πυκνή αλληλουχία συμβάντων και εικόνων, βαραίνει τη μικρή κοινότητα. Βαραίνει μαζί και τους ανθρώπους της. Τη Θάλεια Σούρπη μια γυναίκα κοντά 50 χρονών, γυναίκα του Ισίδωρου, μάννα της 15χρονης Βαγγελιώς ή Εύας, που ο άντρας της ήταν ο βοσκός που βρέθηκε τσακισμένος στο γκρεμό, από άγνωστη αιτία, εκείνες τις μέρες του κακού. Μικροπαντρεμένη με το ζόρι η Εύα, ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης του 1954, γεννάει το μοναδικό της παιδί. Τι μανούβρες της γέννας επιχειρεί η μαμή του χωριού…

Το κορίτσι που γεννιέται είναι η Ισμήνη, ή Σμινιό. Που μεγαλώνει κοντά στη γιαγιά, τη Θάλεια, αφού η μάνα της η Εύα, ένα πανέμορφο πλάσμα, ξεπορτίζει διαρκώς. Με ένα σαραβαλάκι αυτοκίνητο κατεβαίνει κάθε μέρα στη διπλανή πόλη, την Αμαλιάδα αφοσιωμένη σε ερωτοδουλειές. Η Σμινιώ ορφανή από πατέρα, με μια μάννα διαρκώς απούσα, που από ένα χρονικό σημείο φεύγει για άγνωστο προορισμό…
Και η Ισμήνη μένει να μεγαλώνει σαν αγρίμι του δάσους. Το δάσος του Περιστεριού είναι η καταφυγή, ο παράδεισός της, ένα θεσπέσιος κήπος στον οποίον βιώνει όλες τις μεγάλες στιγμές της εφηβείας. Από εκεί λες πώς αρχίζουν κι εκεί τελειώνουν όλα…για τη Σμινιώ..
(Το δάσος, μεγάλο μέρος του οποίου κάηκε φέτος στις φωτιές του Αυγούστου).

Στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος ο συγγραφέας συμπυκνώνει με εξαιρετικό τρόπο, τη «Γένεση» του κόσμου του … Ένας κόσμος σκληρός, υπερβολικά φοβισμένος, κόσμος ριζωμένος σε φυσικό περιβάλλον, λουσμένος στη μαγεία των φωτοσκιάσεών του δάσους, που μεταδίδει στους ανθρώπους μεταφυσικές βεβαιότητες και τους μαθαίνει να επιβιώνουν σε μετέωρες ισορροπίες… Κόσμος περιβεβλημένος από γη και ύδωρ, μαγεία και πραγματικότητα, ένοχα μυστικά και κυρίως τολμηρά και ανομολόγητα όνειρα. Σε αυτό το σκληρό τοπίο του ελληνικού Νότου, που οι άνθρωποι δουλεύουν όλη μέρα στα χωράφια και στα κτήματα με τα ζωντόβολα, τα μαρτίνια και τα κοτερά τους, παρά την αταξία, υπάρχει μια «σειρά» που τρέφει το μύθο. Την καθορίζουν τα γνωστά και αυστηρά στερεότυπα της ελληνικής υπαίθρου. Γυναίκες-που γίνονται άνδρες στη δουλειά, υποτακτικές στο ρόλο-ρόλους που τους έχουν ανατεθεί, άνδρες κουρασμένοι και καταθλιπτικοί, άντρες αφέντες, σε δεύτερο πλάνο πάντα, πίσω από τις κυρίαρχες ηρωϊδες, παιδιά και τσούπες… Παπάδες, με αποστολή τη «σωτηρία» της ψυχής των αμαρτωλών, «σαλεμένοι», κουτσομπόλες, χωροφύλακες… Ένας κόσμος που υπηρετεί την παράδοση, μυείται στα δρώμενά της, ακόμα και αν αμφισβητεί τα ελέη τους, κόσμος που πιστεύει τόσο στους Θεούς όσο και στους δαίμονες… Ένα στοιχείο μόνο δείχνει να συνέχει την μικρή κοινωνία, αυτό που αφορά τη θέση του απέναντι στην εξουσία της χωροφυλακής που κάνει πυκνές εφόδους στο χωριό.

Στη βάση του σκηνικού η ερωτική ιστορία της Εύας και του Πριονά, ενός εισαγγελέα που υπηρετεί στην πόλη, 15 χιλιόμετρα μακριά. Καρπός του έρωτα η Ισμήνη, η οποία όμως θεωρεί πατέρα της τον νεκρό βοσκό, σύζυγο της Εύας με παπά και κουμπάρο. Στην περιπλοκή αυτής της υπόθεσης, που περιλαμβάνει και μια δολοφονία, ο Γιώργος Ξένος δομεί το μυθιστόρημά του. Η ιστορία από μόνη της τροφοδοτεί την εξέλιξη, δεν είναι όμως αυτή που κάνει την ανάγνωση γοητευτική. Ο συγγραφέας άλλωστε ομολογεί δημόσια, πως η υπόθεση δεν τον ενδιαφέρει, απλά τον βοηθά να εξελίξει τη γραφή. Οι ήρωες έχουν σημασία, γι’ αυτόν, που οδηγούν από μόνοι τους την έκβαση του μύθου. Για την ηρωίδα του άλλωστε μου έγραψε τα παρακάτω:
"Η Ισμήνη, η πρωταγωνίστρια του έργου, με την εύφλεκτη αγκαλιά της και τις υπαρξιακές ανατροπές της, δεν είναι παρά ένα «πειραματικό Εγώ», φυλακισμένο σε μια ατέρμονη καθημερινότητα, που παρόλο που ζει και σκοντάφτει σʼ ένα σκοτάδι γεμάτο εμπόδια από το παρόν και το παρελθόν, διασώζεται σκεπτόμενη πως, όσο υπάρχει το «Εμείς», ο θάνατος δεν πλησιάζει."

Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο συγγραφέας ακολουθεί την Ισμήνη στην ενήλικη ζωή της στην Αθήνα. Είναι μια από τις πιο διάσημες δικηγόρους της πρωτεύουσας, έχει κάνει ζηλευτή καριέρα, και μαζί χρήματα. Το χωριό μένει πίσω. Εκεί έχει απομείνει η γιαγιά Θάλεια, που θα καταφύγει στο γειτονικό μοναστήρι της Ανάληψης, όταν γεράσει, ανοϊκή πια. Και η Εύα, η μητέρα της Ισμήνης, βρίσκεται στις Βρυξέλες παντρεμένη με πλούσιο επιχειρηματία. Η Ισμήνη, έχει προλάβει να παντρευτεί κι αυτή και να πάρει διαζύγιο…
Ο συγγραφέας πριν μας παραδώσει την ηρωϊδα του χειραφετημένη και πετυχημένη Δικηγόρο, την περνά αριστουργηματικά-συμβολικά από το στάδιο συνειδητοποίησης του φύλου… Είναι ένα απόσπασμα από τα πιο ενδιαφέροντα του μυθιστορήματος, που με την παράθεσή του αλλάζει εντελώς την ατμόσφαιρα, για την ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται στο εξής, σε ένα εσώτερο πεδίο, η ηρωϊδα. «Η πρώτη αγάπη της Ισμήνης –γράφει-είχε δυο κίτρινες φολίδες στο κεφάλι και ένα σωρό μικροσκοπικά σημαδάκια στη ράχη…»

Το ξένοιαστο και απαλλαγμένο νευρώσεων αγρίμι του χωριού, είναι ήδη μια γυναίκα μόνη, που θέλει να κατακτήσει τα πάντα… Μεταμορφωμένη σε «άντρα» της ζωής της, μοιάζει στερημένη παρά το χλιδάτο των κατακτήσεών της. Μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει την επιστροφή… Με παλίνδρομη διάθεση ξεκινά για το χωριό, σαν ένα ταξίδι αναψυχής παρά νοσταλγίας. Δείχνει ότι δεν θέλει να θυμάται…Διχασμένη, «στραπατσαρισμένη» την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας , και ταυτόχρονα ρωμαλέα, αστραφτερή, απρόβλεπτη…
Στο τρένο για το ταξίδι της επιστροφής απολαμβάνει το «δρόμο» ξεκινώντας κατ’ αρχήν από τη γεωγραφία…

Στο τρένο θα γνωρίσει τον Αχιλλέα…. Τον «από μηχανής Θεό» του μυθιστορήματος, ένα σωτήρα σχεδόν και για την Ισμήνη και για τη λύση. Ο Αχιλλέας γίνεται το λιμάνι της, ο παράφορος έρωτας, εισαγγελέας όπως και ο Πριονάς, που συμπωματικά γνωρίζει λεπτομέρειες για τα «αστυνομικής υφής» παρελθόντα του βίου της… Στην λεωφόρο Όθωνος Αμαλίας της Αμαλιάδας, σε ένα σπίτι θα συναντηθούν…
Οι χαρακτήρες της ιστορίας εκπροσωπούν αρχετυπικά σχεδόν μοτίβα της ελληνικής κοινωνικής ζωής και της διαδρομής της-διαδρομών που έγιναν τα τελευταία 50 χρόνια… Ήρωες που ζουν στο χωριό το μαγικό ρεαλισμό παράλληλα με τους αυστηρούς κανόνες που πρέπει να διέπουν το βίο, στο πολιτικό και ηθικό πεδίο, ιδιαιτέρως όσον αφορά τα θηλυκά. Ήρωες εξελισσόμενοι, μεταφερόμενοι εκτός «σκηνής» από το χωριό στην πόλη, και από εκεί στην πρωτεύουσα, οι οποίοι υποσκάπτονται από τον συγγραφέα, αφήνονται να εμπλακούν στα γρανάζια της μοίρας και των νατουραλιστικών διαθέσεών του. Υπάρχει διαρκώς στο μυθιστόρημα ένας ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ του πραγματικού και του αλλόκοτου, του παρελθόντος και του παρόντος, υπάρχουν αναδρομές, που οδηγούν σε ανατροπές από τις βεβαιότητες για τα πρόσωπα και τους ήρωες.. Όλα αυτά στην ράχη της ηρωϊδας Ισμήνης, που μοιάζει να μεταμορφώνεται διαρκώς.
Ο Γιώργος Ξένος δομεί το μύθο του πάνω σε ένα τρίσημο σύμβολο: Θάλεια-Εύα-Ισμήνη. Τρεις γυναίκες που διαπλέκονται ως φιγούρες πάσχουσες, η κάθε μια σύμβολο της εποχής της, με τις ιεραρχήσεις και τις αξίες της. Είναι η βάση της αφήγησής του, ο ρόλος της γυναίκας, έτσι όπως τον ξέρουμε να αλλάζει από μάνα σε κόρη. Εν αρχή η γιαγιά Θάλεια, που μισεί τα θηλυκά και τη μοίρα τους, μια φιγούρα που νομίζεις πως δραπετεύει από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη. Η Μωραϊτισσα κυρά και μάννα, που υπομένει όμως γιατί πρέπει να βγάλει πέρα τη ζωή που της ανατέθηκε… Που καταλήγει ανοϊκή σε μοναστήρι…έχοντας απωλέσει και μνήμη και ταυτότητα.
Ακολουθεί η κόρη της Εύα που δρομολογεί τη ζωή της στα πρότυπα της μάνας, επειδή όμως δεν αντέχει τολμά την επανάσταση και ξεφεύγει… «Ο άνδρας της την έδερνε κι ας ήταν 6 μηνών έγκυος…» Το τίμημ της φυγής της σκληρό, η στέρηση της μονάκριβής της. Στη απόληξη αυτής της συνέχειας η Ισμήνη. Ένα πλάσμα χωρίς φύλο σχεδόν, μέχρι που αποφασίζει να επιστρέψει εκεί που ξεκίνησε, στο πατρικό, στα πατρογονικά.
Η ανατομία της ενδιαφέρουσα για το μοντέλο γυναίκας που γεννά ο συγγραφέας. Παραδομένη στο ένστικτο και την επιθυμία, οργανώνει μια απόκρυφη ζωή για να ανακαλύψει τα όριά της, κυλιέται στη χλόη και στα στρώματα με φαλλικά σύμβολα, ένας θηλυκός άντρας, και μαζί μια μικρή θεά, εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα αλλά και γυναίκα εκ της οποίας ερρύη τα κρείτονα.

Ο Γιώργος Ξένος συνέλαβε με τους ΣΥΝΕΝΟΧΟΥΣ ένα εντελώς δικό του σχήμα κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης, έγκυρο και ειλικρινές, βιωμένο δηλαδή, από την ελληνική πραγματικότητα.
Και μας έδωσε ένα πολύσημο μυθιστόρημα. Που κατά την δική μου εκτίμηση διαθέτει όλα τα μέσα μιας δημόσιας εξομολόγησης, την οποία επιχειρεί η γραφή για να ξορκίσει αυτά που τραυματίζουν είτε ως ενοχή είτε σαν στέρηση..
Με τον συγγραφέα γνωρίστηκα μέσω της γραφής, ιδιαίτερα δε μέσα από το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα. Διάβασα τους Συνένοχους από το δοκίμιο ακόμα, που αποτέλεσε για μένα μια ενδιαφέρουσα έκπληξη. Αναγνώρισα στην αφήγηση τον τόπο, αλλά και τα πρόσωπα των ηρώων-γυναικών πάνω στις οποίες έστησε το έργο του. Και φυσικά αναζητώντας το ιδεολόγημά του, κατέληξα στην άποψη ότι ο Ξένος, πρωτίστως ενδιαφέρεται για ένα τόπο, ου-τόπο, για την ουτοπία, ένα τοπίο μυστικό- στο οποίο μπορούν να χωρέσουν και τα ιερά και όσια και τα βέβηλα και τα παράδοξα… Όλα μαζί, διαπλεκόμενα με αλήθειες και ψέματα και κοινό παρανομαστή μιαν αυταπάτη... Η αιωνιότητα που πρέπει να κερδίσουμε, στις προθέσεις του, δια της βαθύτερης θέασης του έσω κόσμου, που μπορεί να είναι κοινός και συλλογικός, διαθέτοντας παράλληλα και μια μοναδική αυτονομία…
Η Ισμήνη, η απόληξη της γυναικείας αλυσίδας που οργανώνει στο μυθιστόρημα, είναι ένα πλάσμα μοναδικό που βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση. Στο νου της μια διαρκής ροή σκέψης, εικόνων και μνήμης που αναζητούν τρόπο να εκφραστούν. Χαρακτηρίζουν με μεγάλη σαφήνεια τον πόθο της αναζήτησης της ανάγκης για επιστροφή σε κάποιον χαμένο παράδεισο. Δεν ξέρω αν τον βρίσκει, το μυθιστόρημα δίνει τις συμβολικές απαντήσεις του, η ερμηνεία επαφίεται στην εκτίμηση του κάθε αναγνώστη ξεχωριστά.
Εκείνο που μπορώ με σαφήνεια να διατυπώσω για την ηρωϊδα, είναι ότι η Ισμήνη είναι μια πολίτης του συγχρόνου κόσμου, με καταπιεσμένες μνήμες. Γιατί οι γυναίκες από τις οποίες προέρχεται της έμαθαν ότι παράλληλα με τους περιορισμούς που έθεταν οι κανόνες του χωριού στο τι ένα θηλυκό επιτρέπεται να τολμήσει, έθεσαν και παρόμοια όρια στο τι δικαιούται να σκέφτεται…
Δεν αποτολμώ να «ψυχαναλύσω» τους ήρωες, έστω κι αν όλοι γνωρίζουμε ότι η ψυχανάλυση παραμένει για την προσέγγιση της λογοτεχνίας ένα από τα κυρίαρχα ερμηνευτικά όργανα. Και η γραφή του Ξένου μας δίνει «χέρι» για μια τέτοια απόπειρα, αφού στο έργο ψυχογραφεί διαρκώς τις τρεις γυναίκες του. Αφήγηση γεμάτη όνειρα, σύμβολα, μαγεία, ερωτισμό, όλη σχεδόν τη φροϋδική θεματολογία…
Κατά βάθος, αυτή η καταπιεσμένη μνήμη είναι η πηγή των νευρώσεών μας. Το πώς θα θεραπευθούμε είναι δουλειά της ψυχανάλυσης ίσως, μπορεί και της λογοτεχνίας. Το συμπέρασμά μου από τους Συνένοχους, ρευστό μεν, αισιόδοξο δε. Τίποτα από το παρελθόν δεν είναι παλιό, αν δεν έχει πεθάνει μέσα μας. Και τίποτε από το παρόν δεν είναι νέο, αν δεν το έχουμε καταλάβει και αποδεχθεί…ως αναγκαίο για τη συνέχεια.
Και η συνέχεια είναι το διηνεκές, χωρίς όρια στην τόλμη του να ζεις και ν’ αγαπάς για να μαθαίνεις… Η Ισμήνη θεραπεύεται με τον έρωτα και με την τόλμη της να επιστρέψει εκεί που απέθεσε το τραύμα… Η Εύα, θεραπεύτηκε νωρίς, επειδή τόλμησε την φυγή στην ελευθερία, πληρώνοντας ακριβό τίμημα. Εκείνη που δεν τα κατάφερε, είναι η Θάλεια, που παρέμεινε πιστή στη σύμβαση του ρόλου σε όλη της τη σκληρή ζωή… Η Θάλεια της άνοιας, που κλεισμένη στο Μοναστήρι, δεν θυμάται πια, δεν αγαπά, και δεν λυπάται… άρα δεν έχει πια θέση και ρόλο….
Ελένη Σκάβδη

No comments: