30 Apr 2008

«Η Κίτρινη Ομπρέλα», του Βαγγέλη Αυδίκου

Τον Ευάγγελο Αυδίκο το κοινό της Θράκης τον γνωρίζει, από τη θητεία του στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο επί 8 έτη. Γεννημένος στην Πρέβεζα το 1951, με πτυχίο του κλασικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, υπηρέτησε επί μακρόν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Το 1992 εκλέχτηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Δημοκρίτειου όπου παρέμεινε ως το Σεπτέμβριο του 2000, οπότε και ανέλαβε υπηρεσία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ως Καθηγητής Λαογραφίας. Σήμερα είναι πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Θεσσαλικού Πανεπιστημίου και τα τελευταία χρόνια παράλληλα με την ακαδημαϊκή του καριέρα συγγράφει λογοτεχνία. Πρώτη προσπάθειά του η συλλογή διηγημάτων «Με το βλέμμα στον τοίχο με την μπατανία», 2001, εκδ. Ελληνικά Γράμματα. Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Ο δικός μου Θεός», 2004, εκδ. Ταξιδευτής, και το 2007 το τελευταίο του μυθιστόρημα «Η κίτρινη Ομπρέλα», εκδ. Μεταίχμιο.
Τον Μάιο του 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας το βιβλίο «Η Θράκη και οι άλλοι». Ένα βιβλίο για τη Θράκη, τους ανθρώπους και τους πολιτισμούς της.
Υπενθυμίζουμε επίσης τους τίτλους «Χάλασε το χωριό μας, χάλασε», και «Από τη Μαρίτσα στον Έβρο» εκδόσεις του Πολύκεντρου του Δήμου τυχερού.
Την «Κίτρινη Ομπρέλα» παρουσιάσαμε το περασμένο Σάββατο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αμαλιάδας, παρουσία του συγγραφέα. Ομιλητές η υπογράφουσα και ο Κώστας Τζαβάρας-προσωπικός φίλος του συγγραφέα- βουλευτής Ηλείας της Ν.Δ.
Τα ενδιαφέροντα για το μυθιστόρημα του Ε.Αυδίκου ήρθαν σήμερα το μεσημέρι… Αφού ο τίτλος του περιλαμβάνεται στη sort list των υποψηφιοτήτων για τα βραβεία μυθιστορήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για το 2008.
Φιλοξενούμε σήμερα με αφορμή όλα τα παραπάνω μια εκτεταμένη παρουσίαση της «Κίτρινης Ομπρέλας», που αποτελεί και τη συμβολή μου στην εκδήλωση της Αμαλιάδας…



Η κίτρινη ομπρέλα
Μία αντροπαρέα, στο κέντρο της Αθήνας. Παρέα που σχηματίσθηκε από τυχαίες συναντήσεις στα καθημερινά της μεγάλης πόλης, με τον κατακερματισμό που τη συνέχει…Εκεί που οι άνθρωποι συναντιούνται απρόσωπα… στο χάος των 4.000.000 πολιτών…
Οι άνθρωποι εκεί, συνομιλούν μονάχα με τον περιπτερά, τον κουρέα, τους συναδέλφους τους στον στενό εργασιακό χώρο, και τους εξαρτημένους αυτόν, ίσως και με το έτερον ήμισυ, και σπανίως ή τυχαία με κάποιον φίλο από τα παιδικά χρόνια…
Η παρέα έχει συμφωνήσει να συναντιέται σε καφενείο του Κολωνακίου κάθε Σάββατο για να ανταλλάσσει ιστορίες.
Καθώς «όλοι ζούμε με δανεικές ιστορίες», όπως υποστηρίζει ο Ε.Α, η συνοχή της ομάδας δοκιμάζεται στην άμυλα της αφήγησης. Ποιος θα πει την πιο ενδιαφέρουσα –πιπεράτη- ελκυστική ιστορία…
Της παρέας ηγείται ένας Αρχηγός, δημοσιογράφος γύρω στα 50, άρτι διαζευγμένος…Δίπλα ο Εισαγγελέας, που επιδίδεται σε αφηγήσεις του δικαστικού ρεπορτάζ, ένας καφετζής από την Κρήτη, ο Μιχάλης , που μεταφέρει στην παρέα ό,τι συναντά στο πολυσύχναστο καφενείο που διατηρεί στο ΚΤΕΛ Κηφισού. Μαζί και ο Σωτήρης, ο Περιπτεράς, σε κάποια γωνία του Κολωνακίου, που τον έφερε στην παρέα ο Εισαγγελέας. Ένας κουρέας με στριφτό μουστάκι από τη Φλώρινα, ο Κλαψομανουράκιας-δημοσιογράφος τηλεοπτικής εκπομπής γύρω στα 35, ο Παρδαλός, Τζόρζ ή Ζορζέτα, που τον έφερε στην παρέα ο καφετζής και ένας πενηντάρης επίσης χωρισμένος συγγραφέας best-seller σε κάμψη όμως τα τελευταία χρόνια που δεν μπορεί να γράψει και ψάχνει εναγωνίως να βρει θέματα.
Το σκηνικό του μυθιστορήματος στήνεται σχεδόν τηλεοπτικά. Ένα τραπέζι και γύρω του οι «συνδιηγητές»-όρος του Αυδίκου-καθώς αυτό που συνέχει τους ομοτράπεζους δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι ιστορίες. Το story όπως λέγεται τηλεοπτικά, ένα story με ήρωες οποιουσδήποτε εκτός παρέας, που για να πάρει «καλό βαθμό» οφείλει να έχει σασπένς, πρωτοτυπία, σεξ, περιθώριο, βία. Για την τήρηση των κανόνων της συνδιήγησης φροντίζει με αυστηρότητα ο αρχηγός. Έπεται το ξετύλιγμα των σεναρίων που αφορούν τις περιπέτειες κάποιων δεύτερων ηρώων, ανάμεσά τους και ξεχωριστές γυναίκες, η Κάθριν, η Ιρένε, η Λειλά, ή Σούζυ, η πολυπρόσωπη Καλλιόπη, η Κωνσταντίνα. Ήρωες ενταγμένοι στο σύστημα από τη μια, με τον κυνισμό που αυτό απαιτεί για την διάσωσή τους και από την άλλη οι κρυμμένοι στο περιθώριο, ένα μοναδικό περιθώριο. Όλοι βγαλμένοι κατευθείαν από το background της μεγαλούπολης. Επτά συνολικά τα κεφάλαια-ιστορίες που αφηγείται ο συγγραφέας ετεροβαρείς και ετερόκλητες θα έλεγα, με ένα βασικό στοιχείο να τις συνέχει. Τους ρόλους που έχουν ανατεθεί στα πρόσωπα, για να υπηρετήσουν την τάξη των πραγμάτων…

Οι δεύτεροι αυτοί ήρωες του συγγραφέα παρεισφρέουν στην παρέα ως συνοδοί του συστήματος που οργανώνουν οι καφενόβιοι του Σαββάτου, πάνω από όλα όμως σαν αντίγραφο της ζωής που ζουν, του τρόπου που ξέρουν να ζουν, το μοντέλο που αποδέχονται ως θεατές και μαζί ως συνένοχοι μετέχοντες.
Και δω υπάρχει ένα σημαντικό εύρημα του Αυδίκου, που δένει την αφήγηση, κατά την άποψή μου, με το ιδεολόγημά του. Ο συγγραφέας-ήρωας-της παρέας αφηγείται ιστορίες με πρόσωπα άγνωστα στους συνδιηγητές. Όσο προχωρά όμως αποκαλύπτονται πολλά. Κυρίως όμως αποκαλύπτεται ότι οι πρωταγωνιστές των ωραίων ιστοριών του είναι και οι ομοτράπεζοί του, τα μέλη δηλαδή της παρέας. Κάποτε ο αρχηγός, ο δημοσιογράφος δηλαδή, ο υποταγμένος, κι αυτός και η γραφή του και οι ιδέες του, στις εντολές του εκδότη, άλλοτε ο καθωσπρέπει εισαγγελέας, μπλεγμένος σε μία γαργαλιστική ιστορία με τρελούς έρωτες και άφθονο σεξισμό, μετά ο Παρδαλός που διάγει βίον έκκλητον στο περιθώριο της Συγγρού.

Τι ακριβώς υπονοεί ο Αυδίκος; Νομίζω ότι θέλει να μας πει με καθαρό τρόπο, πως όσο και αν βγάλουμε την ουρά μας έξω από τις ιστορίες άλλων, είμαστε εντός, όχι ως guest αλλά και επί της ουσίας. Όσο και να βολευόμαστε με τον εγωκεντρισμό του παρόντος, μετέχουμε δρωμένων που τα θεωρούμε πάθη των άλλων. Γιατί αυτό που ορίζουμε πάντα ως κοινωνία, συνέχεται μέσω του συλλογικού εγώ παρά τον κατακερματισμό και την απομόνωση.
Από την άλλη, το ζήτημα αξιολόγησης της κάθε ιστορίας, από τους ακροατές της παρέας ανοίγει το δεύτερο πεδίο ανάγνωσης του μυθιστορήματος, που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, καθώς αρτιώνεται η αφήγηση. Τα κριτήρια για την ελκυστικότητα των ιστοριών επαφύονται στις αισθητικές αξίες των μετεχόντων, στο σύστημα ιδεών που κυριαρχεί στην τηλεοπτική μας «δημοκρατία» αλλά και με βάση τα δεδομένα της σωρηδόν παραγόμενης λογοτεχνίας του παρόντος… Οι πρόδηλες πολιτικές νύξεις του Αυδίκου, για το εποικοδόμημα, θα έλεγα το σύστημα πολιτικών και πολιτιστικών αξιών που κυριαρχεί, μας παραθέτουν αυτό που ακριβώς πλείστοι Έλληνες πολίτες διαγιγνώσκουν αλλά … δεν ομολογούν…Απλά αφήνονται-αφηνόμαστε να μας παρασύρει…Βράζουμε στο ίδιο καζάνι που τα τελευταία χρόνια έχει πια και ένα κλείστρο στην κορυφή του.

Όλα αυτά, μέσα από τον λόγο του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος του 50άρη συγγραφέα που ξεκινά με τα παθήματα του ρόλου του ως υπηρέτη του λόγου και της γραφής, που ψάχνει εναγωνίως υλικό καθώς έχει αναλάβει υποχρέωση να ολοκληρώσει σύντομα ένα μυθιστόρημα. Μέσα στην ιστορία του εμπλέκεται όλο το σύστημα και οι μηχανισμοί που παράγουν σήμερα πολιτισμό και ταυτόχρονα πολιτική. Διανοητές και δημοσιογραφία, ΜΜΕ, δικαστική εξουσία, περιθώριο, ομοφυλοφιλία, ρατσισμός, μετανάστες, περιβάλλον, η ελληνική επαρχία, ο έρωτας, η μοναξιά των ανθρώπων της μεγαλούπολης, η επικοινωνία εν πολλοίς, οι «έξω ιστορίες» και οι «μέσα ιστορίες», των ανθρώπων.
Μέσα από όλα αυτά ο Αυδίκος βασανίζεται και μας βασανίζει για το ρόλο της λογοτεχνίας σήμερα, και της λογοτεχνικής παραγωγής εν τέλει. Τι έχουμε να πούμε για όλα αυτά ως αναγνώστες;
Σήμερα που όλοι γράφουν, οι περισσότεροι αντιγράφουν θα έλεγα, τα πράγματα μας φέρνουν αντιμέτωπους με τη νέα πραγματικότητα, την εικονική. Μύθοι ξετυλίγονται με την τεχνική του ξεπέτα . Ο ένας κλέβει τις ιστορίες του άλλου, οι γραφές παράγονται κατά κόρον στην Μεγαλούπολη, που μοιάζει να έχει στερέψει από αληθινές ιστορίες, αναπαράγοντας την αισθητική των σχέσεων που αυτή δημιούργησε. Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος του Λογοτέχνη σήμερα;
Κατ’ αρχήν θα έλεγα ότι δικαιούται να ζήσει αλλιώς, να πει ότι η ζωή είναι αλλιώς, για να αποκτήσει πάλι βλέμμα, ακοή, αφή, μυρωδιές. Με αυτά τα αισθητήρια μπορεί ξανά να βουτήξει στο πέλαγος της αφήγησης.
Της αφήγησης που σήμερα δοκιμάζεται δραματικά, καθώς μάθαμε να ακούμε από την οθόνη μονοσήμαντα, που αναπαράγει τοπία χωρίς μυρωδιές, αγγίγματα, γεύσεις…
Και ο Αυδίκος εν τέλει μας λυτρώνει καθώς ο ήρωας του, ο συγγραφέας αποχωρεί από την παρέα, έχοντας αποκαλύψει με την ιστορία του, τους ρόλους των συνενόχων στο σύστημα, την παρέα … του Κολωνακίου.
Ο παρακμιακός συγγραφέας, που λέει ως εδώ…και φεύγει με την αγαπημένη του από το καφενείο, αφήνοντας πίσω την εικονική συντροφιά αλλά και τους ήρωες της αφήγησής του, που εμφανίζονται μαυροντυμένοι στο καφενείο σαν «από μηχανής θεοί» πάνω από το τραπέζι των συνδιηγητών.
Ως κατακλείδα θα χρησιμοποιήσω παράγραφο από μια κριτική προσέγγιση που βρήκα για το μυθιστόρημα σε blog στο διαδίκτυο., στις «ιχνηλασίες».

«Η επιλογή του Αυδίκου αποτελεί απάντηση στο κεντρικό ερώτημα. Και δεν αφορά μόνο τον ίδιο το Συγγραφέα. Αφορά όσους εμπλεκόμαστε ως αναγνώστες ή συγγραφείς με τη λογοτεχνία. Εν ολίγοις: ο κόσμος της λογοτεχνίας θα διατηρείται ψευδαισθησιακός, θα συνεχίζει να αυτοευνουχίζεται και να αυτοχειριάζεται, θα επιμένει να αναπαράγει τα αδιέξοδα στα οποία υποτίθεται ότι δίνει λύση, όσο παραμένει περίκλειστος στον εαυτό του, όσο αρνείται να γονιμοποιηθεί από την αληθινή ζωή, όσο συμβιβάζεται μ’ ό,τι αρνείται την αληθινή ζωή.
Η αξία του βιβλίου του Αυδίκου έγκειται στο ότι έθιξε το πρόβλημα της σημερινής λογοτεχνίας χωρίς περιστροφές….επιχείρησε να δώσει απαντήσεις. Και το πιο σημαντικό είναι ότι οι απαντήσεις αυτές περιέχουν αλήθειες που θα έπρεπε να ειπωθούν. Και καλώς ειπώθηκαν.»
Ελ.Σκάβδη

No comments: