23 May 2008

Ο πειρατής της … «Ικαριακής»!

Όσο ζεις μαθαίνεις… Έτσι κι εγώ, που ψάχνω εδώ και δεκαετίες την ιστορία της γιαγιάς Λεμονιάς, μητέρας της μητέρας μου, που πέθανε νεότατη Χανσενική στο Λωβοκομείο της Χίου εκεί γύρω στο 1920. Σκαλίζοντας παλιές μνήμες του Παντελή, βρήκαμε κάποιους συγγενείς της μαμάς, πολύ μακρινούς, και τους τηλεφωνήσαμε για χαιρετίσματα. Ύστερα άνοιξε κουβέντα για την έρευνα μου και «ω του θαύματος» η μακρινή ξαδέλφη μου εξιστόρησε τα παρακάτω καταπληκτικά:
Η μάννα της γιαγιάς Λεμονίτσας, γεννημένη κοντά στο 1860 στην Ικαρία, είχε μια όμορφη μάννα κι ένα λεβέντη πατέρα… Η μάνα της ήταν Μυτιληνιά… Την βρήκε εκεί ο άντρας της και την έκλεψε… Ήταν πειρατής του καιρού του, από τους τελευταίους των …μοϊκανών, αφού το φαινόμενο της πειρατείας στο Αιγαίο σταμάτησε μετά την Ελληνική Επανάσταση. Είχε λοιπόν ένα πειρατικό και μαζί με συντρόφους του λυμαίνονταν τα παράλια των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της Μικρασίας. Στη Μυτιλήνη όμως, όταν η γιαγιά του έκλεψε την καρδιά, δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ. Την έκλεψε στο πλεούμενό του, που το οδήγησε ντογρού για την Ικαριά, νησί που κανείς δεν τον ήξερε και κανέναν δεν ήξερε, κι εγκαταστάθηκε εκεί με τη συμβία του, στο χωριό Καραβόσταμο. Εκεί η αγαπημένη του που μαράζωνε γιατί δεν της είχε βάλει στεφάνι, τον απείλησε ότι αν δεν την παντρευτεί θα αυτοκτονήσει. Έτσι, πήγαν μαζί στην εκκλησιά… Το ζευγάρι έκανε τρις κόρες. Η μια από αυτές, παντρεύτηκε έναν Καριώτη καραβοκύρη, τον Τσαντέ κι έκανε πολλά-πολλά παιδιά, τελευταίο η γιαγιά μου η Λεμονίτσα…

Έχω λοιπόν καταγωγή από έναν Πειρατή! Σαν αυτούς που μετά μανίας βλέπετε στην οθόνη, από την Καραϊβική και αλλού, σαν τον Κάπτεν Χουκ… Για φαντάσου!!! Και δεν είναι πολύ μακριά μου αυτή η αφετηρία. Απέχω από τον πειρατή μόνον «δύο παππούδες» απόσταση!!!
Η ξαδέλφη μού είπε ακόμα πως δεν θυμάται από πούθε κρατούσε η σκούφια του. Ως πειρατής του Αιγαίου υποθέτω ότι μάλλον κατάγονταν από την Μάνη, απ’όπου λόγω ναυτοσύνης προέρχονταν ο μεγαλύτερος όγκος των πειρατών στο Αιγαίο που «ήκμασε» από τον 13ο μέχρι και το 1821…

Η ανακάλυψή με επηρέασε βαθιά. Και τούτο επειδή η μυθολογία της πειρατείας είναι κραταιά στην Ικαριά ακόμα, οι παλιότεροι όλο διηγούνται ιστορίες με το πλιάτσικο και τη δράση αυτών των παλικαράδων που πηγαινόρχονταν στα νησιά άλλοτε για να κλέψουν, άλλοτε για να κρύψουν θησαυρούς, άλλοτε για να κάνουν ένα διάλειμμα στα ταξίδια τους… Η δράση τους μαζί και των κουρσάρων στο Αιγαίο δεν ήταν μόνο λεηλασίες και κακουργήματα, κάποιες φορές ήταν και ευεργετική για τα νησιά που εκείνα τα χρόνια λειτουργούσαν σχεδόν σαν αυτόνομα κρατίδια…
Κακός κουρσάρος για παράδειγμα, φόβος και τρόμος των νησιών, ήταν ο πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, στον οποίο αποδίδονται λεηλασίες, εξανδραποδισμοί και ερήμωση των νησιών. Μια τέτοια ερήμωση υπέστη και η καημένη η Ικαριά, όπως ιστορούν στο νησί, που ξεκίνησε από την ακτή «Σκουρδουλιάρη». «Σκουρδούλα» λένε, εκεί, τη Χολέρα! Και το όνομά της πήρε από το εξής περιστατικό. Κάποια φορά, ορεινοί Ικαριώτες, είδαν ένα πειρατικό να ποδίζει στην παραλία. Κρύφτηκαν όλοι πίσω από κλαριά και πέτρες και παρατηρούσαν τους κουρσάρους να σκάβουν και να θάβουν ένα ογκώδες αντικείμενο. Όταν το πειρατικό σάλπαρε γι’ αλλού, και το είδαν να απομακρύνεται στα ανοιχτά προς Πάτμο, όρμισαν όλοι στην παραλία να ξεθάψουν τον «θησαυρό» που νόμισαν ότι έκρυψαν οι επισκέπτες. Αντί για χρυσάφι όμως βρήκαν ένα πτώμα. Το έθαψαν πάλι κι έφυγαν για το ορεινό χωριό τους. Σε λίγες μέρες άρχισαν ένας-ένας να πεθαίνουν από «σκουρδούλα», δηλαδή χολέρα. Η νόσος εξαπλώθηκε σε όλο το νησί και όπως λένε οι τοπικοί μύθοι, δεν έμεινε κανείς ζωντανός. Μέχρι που χρόνια μετά κάποιοι νέοι θαλασσοπόροι ανακάλυψαν το βράχο και αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί. Ήταν ανάμεσά τους και πρώην πειρατές που εγκατέλειπαν το «σπόρ» καθώς η πειρατεία άρχισε να διώκεται αυστηρά στο Αιγαίο από τις Οθωμανικές αρχές. Αυτό ήταν…
Οι πρώην κουρσάροι των θαλασσών γίναν νοικοκυραίοι και κατ’ επέκταση κτηνοτρόφοι. Τη ναυτική τους τέχνη, και μαζί τη ναυπηγική δεν την ξέχασαν όμως! Συνέχισαν να κατασκευάζουν μόνοι πλεούμενα με πανί και δειλά-δειλά άρχισαν και τα κοντινά ταξίδια.
Έτσι οι Ικαριώτες είναι σήμερα δεινοί ναυτικοί, από τα καλύτερα στελέχη στις ελληνικές ναυτιλιακές και στα πληρώματα. Από τότε άρχισαν να εγκαταλείπουν τα ορεινά και να κατεβαίνουν να εποικίζουν τα παραλιακά μέρη…

Αλλά και κατά διάρκεια της κυριαρχίας της πειρατείας στο Αιγαίο πολλά νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές στήριξαν την επιβίωσή τους στην ειδική σχέση που είχαν με αυτή. Όπως η Μήλος, η Κίμωλος και η Μύκονος που λειτουργούσαν ως αραξοβόλια πειρατών και ως εμπορικοί σταθμοί της λείας τους. Η πειρατεία επίσης εντάχθηκε ως εξωοικονομικός παράγοντας στη ναυτιλιακή δραστηριότητα του Αιγαίου και των νησιών. Με συσσώρευση κεφαλαίου, το οποίο επενδυόταν στις εμπορικές δραστηριότητες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά.

Έτσι δημιουργήθηκε και μια οικονομική ελίτ που ανέλαβε και την πολιτική διοίκηση των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της «αυτονομίας» των νησιών, εξαιτίας της χαλαρής εποπτείας της κεντρικής διοίκησης. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τα «κατιόντα» ιδιοκτησιακά και οικονομικά του παππού πειρατή. Η κόρη του παντρεύτηκε ντόπιο καραβοκύρη, με τρία καΐκια που ταξίδευαν στους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής. Σμύρνη, Κάϊρο, Αλεξάνδρεια. Και μαζί με τα νόμιμα έκαναν μέχρι και το 35 και τα παράνομα ταξίδια, μεταφέροντας «κοντραμπάντο» από τα κατεχόμενα 12νησα στην Ικαριά και τα λοιπά ελληνικά νησιά…
Προέρχομαι λοιπόν από μια Μυτιληνιά κι έναν Μανιάτη πειρατή. Που έκανε βίον έκλυτον και ριψοκίνδυνο μέχρι να νοικοκυρευτεί και να εγκατασταθεί κάπου νόμιμα… Να μεταμορφωθεί στην πολιτική ελίτ του νησιού του και να εμπεδώσει την «νομιμοποίησή» του και την ταξική ανέλιξή του με τους επιγόνους του. Η εγγονή του-γιαγιά Λεμονίτσα- ήταν η πρώτη «καθαρή» κοινωνικοανθρωπολογικά, αφού παντρεύτηκε λογιότατο δημοδιδάσκαλο και έτεκεν την μητέρα μου Καλλιό… Όμως η γιαγιά, πέθανε λεπρή στη Χίο…
Μια μικρή ιστορία της «αστικής ολοκλήρωσης» της νησιωτικής Ελλάδας, που κάπου στη μέση-λίγο πριν τη μικρασιατική καταστροφή- έκοψε νήμα…
Τι έγινε από εκεί και μετά. Το ψάχνω στις ζωές μας τις νομοταγείς…
Δεν είχαμε και άλλη επιλογή… Ας ήταν ακόμα το καθεστώς της πειρατείας ακμαίο στο Αιγαίο και θα σας έλεγα εγώ!

Φιλιά φίλτατοι και ψαχτείτε κι εσείς… Ποιος ξέρει, μπορεί να βρούμε όλοι κάποια επαναστατική καταγωγή, και να ανθίσει εκ νέου η εθνική υπερηφάνεια για το γένος το ιερόν και το βέβηλο των Ελλήνων…

«Τ’ απλά αγαπούσα…»

Καράβια πλήθος ήταν αραγμένα
Στο μώλο των Πατρών. Σαν τα μετρούσα,
Στον αριθμό τους το άπειρο αριθμούσα.

Πεζός, μικρός ο μώλος μας, για μένα
Ο κόσμος όλος (κάπου, από τα ξένα)
Ερχόταν κι άραζε εκεί δα. Κι η Μούσα
Μού δινε δίκιο που τ’ απλά αγαπούσα
Και τα πεζά, τ’ αγκυροβολημένα.

Παναγιώτης Κανελλόπουλος
«Ο κύκλος των σονέτων»
Κάιρο, 17 Σεπτεμβρίου 1943
(Κοκκοβίκας, 2001)

Για να ξεφύγουμε λιγάκι, ξεκινάω με στίχους του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Αχαιού, για το γενέθλιο τόπο… Την Πάτρα των δεκαετιών 20 και 30, και το «μώλο της», που σήμερα δεν υπάρχει πια. Το σπίτι της οικογένειάς του, στην πλατεία Γερμανού, δίπλα ακριβώς από το Αρχαίο Ωδείο, στέκεται ακόμα αγέρωχο. Από τον εξώστη του Α ορόφου μπορείς ακόμα να δεις το λιμάνι, τον Πατραϊκό, τα καράβια που φεύγουν για τη Δύση, και πολύ παλιότερα φυσικά τον μικρό Φάρο, που γκρέμισε η χούντα. Αφορμή για τα παραπάνω μου έδωσε το βιβλίο του Νίκου Τζανακάκου που παρουσιάζουμε και στον ΠτΘ. Ενός συγγραφέα που απέθεσε στο πόνημά του την μελαγχολία για το πολεοδομικό και αναπτυξιακό παρόν, που παρέδωσε τα λιμάνια σε ιδιωτικές εταιρείες, που «τοίχισε» την ακτή της, που την απέκοψε από «αμεριμνησία» της. Κάπως έτσι αισθάνομαι κι εγώ κάθε φορά που επισκέπτομαι την Αλεξανδρούπολη. Όταν κατηφορίζω πάντα πεζή προς την παραλία, εκεί λίγο μετά την Β. Γεωργίου, στη γωνία του Κουτσουμπίδη-απέναντι ακριβώς από το κέντρο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Β. Γεωργίου και 14ης Μαΐου- κλείνω τα μάτια για χάρη ενός αθώου παιχνιδιού της μνήμης… Αριστερά μου η οδός Εμπορίου με τα μαγαζιά και τα παλιά αχτάρικα. Στη γωνία το κρεοπωλείο Μπομποτά, όπου τα Χριστούγεννα κρέμονταν από τα τσιγκέλια 10δες πάπιες από το Γκιαούραντα… Δεξιά μου η «Ελβετική Αγορά» του Ευάγγελου Χατζή με τα κοσμήματα και απέναντι, το κατάστημα ψιλικών του Κουτσουμπίδη απ’ όπου αγοράζαμε κολόνιες χύμα και λευκώματα… Λίγο πιο κάτω το ξενοδοχείο της Σινεσίας, απέναντι κάπου το αντίστοιχο των αδελφών Δαλαβέρα και πάντα στ’ αριστερά το Ζαχαροπλαστείο Διεθνές, του Πασχαλάκη Αγγελίδη… Εκεί όπου τις Κυριακές απολαμβάναμε στο πατάρι λουκουμάδες, οικογενειακώς και δροσερές γκαζόζες. Είχε κι ένα τζουκ μποξ κάποτε εκεί, που μου έφαγε 10δες δίφραγκα για το “Yellow Submarine” των Beatles. Δίπλα, το εστιατόριο «Κληματαριά» ακόμα επιβιώνει… Στην παλιά πλατεία Τρούμαν, σήμερα νομίζω «Δημαρχείου», υπήρχε ένα συντριβανάκι με μια λιμνούλα, όπου επί Δημάρχου Μπέτσου, κολυμπούσαν μικρά κόκκινα ψαράκια. Παρακάτω, άλλο ένα ξενοδοχείο κι απέναντι μικρομάγαζα ραφτάδικα και κουρεία…
Απέναντί μου πάντα ο δρόμος προς το λιμάνι… Ένα λιμάνι με πέτρινο τοίχος, χαμηλό για τους νοτιάδες που φύσαγε το θρακικό. Η μαμά τα καλοκαίρια μας έκανε βόλτα στο μόλο, φτάναμε μέχρι το ακρομόλιο περπατώντας. Έβλεπε να μικρά Μότορσιπ και τα καΐκια, κι αναρωτιόταν: «Άραγε, από πού έρχεται; Λες να έχει πλήρωμα Καριώτες;» Ήταν όμορφος ο μόλος όταν δεν φύσαγε. Είχε δροσιά και τα νερά ήταν καταγάλανα τότε. Από μακριά βλέπαμε τον αριστερό μόλο, που εκτείνονταν μέχρι την ακτή του Ταρσανά. Εκεί έδεναν τα καρβουνάδικα κυρίως…
Θα ήταν το 1963, που ήρθε στο λιμάνι ένα μεγάλο φορτηγό… Μας ειδοποίησαν από το Λιμεναρχείο ότι ο Καπετάνιος μας έψαχνε. Ο πατέρας μας ανακοίνωσε λίγες μέρες μετά, πως επρόκειτο για τον Καλαματιανό κ. Τάκη και την όμορφη καπετάνισσα γυναίκα του, Λούλα, φίλους από τα παλιά της οικογένειας. Κάναμε επίσκεψη στο καράβι…και μαγεύτηκα. Ο καπετάνιος είχε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα στη διάθεσή του, με βελούδινα σαλόνια και μεταξωτά σεντόνια στο υπνοδωμάτιο.
Το φορτίο σίδερα για τη Θράκη. Από την ψιλή γέφυρα του πλοίου έβλεπα την πόλη… Ήταν αλλιώτικο να τη βλέπεις από τη θάλασσα, έμοιαζε πιο «τετράγωνη» πιο νοικοκυρεμένη…
Ο Καπετάνιος παίνευε το πλοίο του διαρκώς. Ήταν ένα παλιό μετασκευασμένο Liberty, από την εταιρεία στην οποία ανήκε… Μικρό, βαμμένο μαύρο εξωτερικά, και δεμένο σκαρί.
Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη «Λίμπερι», που αφορούσα τα αμερικανικά σκαριά που μετέφεραν τα τρόφιμα στην Ελλάδα μετά την λήξη του πολέμου.
Κι όταν «χορτάσαμε» από την helpara- έτσι λέγαμε τότε τα ρούχα «φορμόλης» και τα γάλατα σκόνη με τα οποία ετραφήκαμε στα συσσίτια, τα Λίμπερτι, κάπου 250, αγοράστηκαν από Έλληνες εφοπλιστές, όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης που πήρε τα πρώτα 16. Από τα λίμπερτι έγινε η βάση της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, ο στόλος της οποίας σήμερα, διακινεί το 25% του πετρελαίου και των εμπορευμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον υπόλοιπο κόσμο.
Έτσι όπως θυμάμαι εκείνο το σκαρί του «Ροξάνη», νομίζω πως έμοιαζε πολύ με το «Γεώργιος Φ.», ένα άλλο σκαρί που έκανε την άγονη γραμμή από Αλεξανδρούπολη στην Ικαριά κι από εκεί στα Δωδεκάνησα, στη δεκαετία του 50-60. κι εκείνο μαύρο και ψηλό, με αντοχή στα καλοκαιρινά μελτέμια. Με το «Γέωργιος Φ.» κάναμε δυο ταξίδια στην Ικαριά, το 1956 και το 1959. Το πρώτο δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως το δεύτερο σαν να ήταν τώρα. Με στάσεις σε Αη Στράτη, όπου κατέβηκαν συγγενείς εξόριστων από την Αλεξανδρούπολη… Μαζί μας ήταν και μια γειτόνισσα με το μικρό της γιο. Όταν το πλοίο αγκυροβόλησε λίγο πιο πέρα από την ακτή, γιατί λιμάνι δεν υπήρχε, η γυναίκα έπιασε το μικρό της γιο, τον σήκωσε ψηλά πάνω από την κουπαστή και τον κανάκευε τραγουδώντας: «Ο μπαμπάς του, ο μπαμπάς του…»
Δεν ξέρω αν τους περίμενε ο πατέρας στην ακτή, ούτε ρώτησα ποτέ τη γειτόνισσα. Ξέρω πως ο μικρός στρίγγλιζε υστερικά πάνω από την βαθιά θάλασσα την οποία έπρεπε να διαβεί για να δει το γονιό του. Κι ήταν ένα μαρτύριο να κατεβαίνεις ανεμόσκαλες φορτωμένος για να μπεις στη βάρκα και να σε φτάσει στη στεριά…
Έτσι κι εμείς, όταν δυο μέρες μετά φτάσαμε στην Ικαριά, περάσαμε μια από τα ίδια… Θυμάμαι τη μάνα να με κρατά σφικτά αγκαλιά κι εγώ να φωνάζω: «Θέλω να πάω σπίτι, σπίτι…». Στην ικαριακή ακτή μας αποζημίωσε η μεγάλη βενζίνα που μας πήγε στο επίνειο του χωριού, κι από εκεί τα γαϊδουράκια σειρά μας ανέβασαν στο σπίτι…
Κι όλα τα παραπάνω με ομφαλό το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, που επί χρόνια θυμάμαι γερανοί και «μπίγες» να σκάβουν το βυθό του για να το κάνουν μεγάλο και «διεθνές». Τα κατάφεραν τελικά, δεν ξέρω βέβαια αν αυτό που περίμεναν ήταν να ποδίσουν εκεί οι «αγωγοί» και να στηθούν αρόδου του ουρές τα τάνκερ, αλλά τα…κατάφεραν!
Τα τελευταία χρόνια όταν επισκέπτομαι την Αλεξανδρούπολη χειμώνα, πάντα κάνω μια βόλτα στο λιμάνι. Περπατώ κολλημένη σχεδόν στο μόλο μέχρι το ακρομόλιο. Δεν ε΄χει τίποτε να δω, ούτε μπορώ να κλείσω τα μάτια για κάποιο παιχνίδι μνήμης, καθώς αισθάνομαι ότι εκεί κινδυνεύω πάντα από λοξοδρομίες… Σκέπτομαι τη μαμά που έψαχνε πάντα στα αγκυροβολημένα ένα «νεύμα» Ικαριάς. Σκέπτομαι και τη «Ροξάνη» του Καλαματιανού, και το «Γεώργιος Φ». Τι δεν θάδινα για λενα παρόμοιο ταξίδι τώρα… Η Άγονη γραμμή εξακολουθεί να υφίσταται με μεγαλύτερα βαπόρια όμως. Θα αξιωθώ, δεν μπορεί, να ξαναταξιδέψω το Αιγαίο, στην τεθλασμένη ρώτα των νησιών μας. Και πάνω της θα εμπιστευθώ τη δική μου «τεθλασμένη» και ταυτόχρονα «πυρακτωμένη» υπερμνησία, σαν Οδυσσέας νοσταλγός, όχι κάποιας επιστροφής αλλά μιας παλιάς περιπέτειας. Σαμοθράκη, Λήμνο, Αη Στράτη, Μυτιλήνη, Χιο, Πάτμο, Ικαριά… Μια γραμμή, μια πορεία αργά… Με αφετηρία το αραξοβόλι της Αλεξανδρούπολης, το λιμάνι της… Ένα μόλο που σήμερα τίποτε δεν θυμάται, δεν απογράφει από τα «δικά» μου ντόκια και τα liberty…

Φιλιά!!!