23 May 2008

«Τ’ απλά αγαπούσα…»

Καράβια πλήθος ήταν αραγμένα
Στο μώλο των Πατρών. Σαν τα μετρούσα,
Στον αριθμό τους το άπειρο αριθμούσα.

Πεζός, μικρός ο μώλος μας, για μένα
Ο κόσμος όλος (κάπου, από τα ξένα)
Ερχόταν κι άραζε εκεί δα. Κι η Μούσα
Μού δινε δίκιο που τ’ απλά αγαπούσα
Και τα πεζά, τ’ αγκυροβολημένα.

Παναγιώτης Κανελλόπουλος
«Ο κύκλος των σονέτων»
Κάιρο, 17 Σεπτεμβρίου 1943
(Κοκκοβίκας, 2001)

Για να ξεφύγουμε λιγάκι, ξεκινάω με στίχους του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του Αχαιού, για το γενέθλιο τόπο… Την Πάτρα των δεκαετιών 20 και 30, και το «μώλο της», που σήμερα δεν υπάρχει πια. Το σπίτι της οικογένειάς του, στην πλατεία Γερμανού, δίπλα ακριβώς από το Αρχαίο Ωδείο, στέκεται ακόμα αγέρωχο. Από τον εξώστη του Α ορόφου μπορείς ακόμα να δεις το λιμάνι, τον Πατραϊκό, τα καράβια που φεύγουν για τη Δύση, και πολύ παλιότερα φυσικά τον μικρό Φάρο, που γκρέμισε η χούντα. Αφορμή για τα παραπάνω μου έδωσε το βιβλίο του Νίκου Τζανακάκου που παρουσιάζουμε και στον ΠτΘ. Ενός συγγραφέα που απέθεσε στο πόνημά του την μελαγχολία για το πολεοδομικό και αναπτυξιακό παρόν, που παρέδωσε τα λιμάνια σε ιδιωτικές εταιρείες, που «τοίχισε» την ακτή της, που την απέκοψε από «αμεριμνησία» της. Κάπως έτσι αισθάνομαι κι εγώ κάθε φορά που επισκέπτομαι την Αλεξανδρούπολη. Όταν κατηφορίζω πάντα πεζή προς την παραλία, εκεί λίγο μετά την Β. Γεωργίου, στη γωνία του Κουτσουμπίδη-απέναντι ακριβώς από το κέντρο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Β. Γεωργίου και 14ης Μαΐου- κλείνω τα μάτια για χάρη ενός αθώου παιχνιδιού της μνήμης… Αριστερά μου η οδός Εμπορίου με τα μαγαζιά και τα παλιά αχτάρικα. Στη γωνία το κρεοπωλείο Μπομποτά, όπου τα Χριστούγεννα κρέμονταν από τα τσιγκέλια 10δες πάπιες από το Γκιαούραντα… Δεξιά μου η «Ελβετική Αγορά» του Ευάγγελου Χατζή με τα κοσμήματα και απέναντι, το κατάστημα ψιλικών του Κουτσουμπίδη απ’ όπου αγοράζαμε κολόνιες χύμα και λευκώματα… Λίγο πιο κάτω το ξενοδοχείο της Σινεσίας, απέναντι κάπου το αντίστοιχο των αδελφών Δαλαβέρα και πάντα στ’ αριστερά το Ζαχαροπλαστείο Διεθνές, του Πασχαλάκη Αγγελίδη… Εκεί όπου τις Κυριακές απολαμβάναμε στο πατάρι λουκουμάδες, οικογενειακώς και δροσερές γκαζόζες. Είχε κι ένα τζουκ μποξ κάποτε εκεί, που μου έφαγε 10δες δίφραγκα για το “Yellow Submarine” των Beatles. Δίπλα, το εστιατόριο «Κληματαριά» ακόμα επιβιώνει… Στην παλιά πλατεία Τρούμαν, σήμερα νομίζω «Δημαρχείου», υπήρχε ένα συντριβανάκι με μια λιμνούλα, όπου επί Δημάρχου Μπέτσου, κολυμπούσαν μικρά κόκκινα ψαράκια. Παρακάτω, άλλο ένα ξενοδοχείο κι απέναντι μικρομάγαζα ραφτάδικα και κουρεία…
Απέναντί μου πάντα ο δρόμος προς το λιμάνι… Ένα λιμάνι με πέτρινο τοίχος, χαμηλό για τους νοτιάδες που φύσαγε το θρακικό. Η μαμά τα καλοκαίρια μας έκανε βόλτα στο μόλο, φτάναμε μέχρι το ακρομόλιο περπατώντας. Έβλεπε να μικρά Μότορσιπ και τα καΐκια, κι αναρωτιόταν: «Άραγε, από πού έρχεται; Λες να έχει πλήρωμα Καριώτες;» Ήταν όμορφος ο μόλος όταν δεν φύσαγε. Είχε δροσιά και τα νερά ήταν καταγάλανα τότε. Από μακριά βλέπαμε τον αριστερό μόλο, που εκτείνονταν μέχρι την ακτή του Ταρσανά. Εκεί έδεναν τα καρβουνάδικα κυρίως…
Θα ήταν το 1963, που ήρθε στο λιμάνι ένα μεγάλο φορτηγό… Μας ειδοποίησαν από το Λιμεναρχείο ότι ο Καπετάνιος μας έψαχνε. Ο πατέρας μας ανακοίνωσε λίγες μέρες μετά, πως επρόκειτο για τον Καλαματιανό κ. Τάκη και την όμορφη καπετάνισσα γυναίκα του, Λούλα, φίλους από τα παλιά της οικογένειας. Κάναμε επίσκεψη στο καράβι…και μαγεύτηκα. Ο καπετάνιος είχε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα στη διάθεσή του, με βελούδινα σαλόνια και μεταξωτά σεντόνια στο υπνοδωμάτιο.
Το φορτίο σίδερα για τη Θράκη. Από την ψιλή γέφυρα του πλοίου έβλεπα την πόλη… Ήταν αλλιώτικο να τη βλέπεις από τη θάλασσα, έμοιαζε πιο «τετράγωνη» πιο νοικοκυρεμένη…
Ο Καπετάνιος παίνευε το πλοίο του διαρκώς. Ήταν ένα παλιό μετασκευασμένο Liberty, από την εταιρεία στην οποία ανήκε… Μικρό, βαμμένο μαύρο εξωτερικά, και δεμένο σκαρί.
Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη «Λίμπερι», που αφορούσα τα αμερικανικά σκαριά που μετέφεραν τα τρόφιμα στην Ελλάδα μετά την λήξη του πολέμου.
Κι όταν «χορτάσαμε» από την helpara- έτσι λέγαμε τότε τα ρούχα «φορμόλης» και τα γάλατα σκόνη με τα οποία ετραφήκαμε στα συσσίτια, τα Λίμπερτι, κάπου 250, αγοράστηκαν από Έλληνες εφοπλιστές, όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης που πήρε τα πρώτα 16. Από τα λίμπερτι έγινε η βάση της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, ο στόλος της οποίας σήμερα, διακινεί το 25% του πετρελαίου και των εμπορευμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον υπόλοιπο κόσμο.
Έτσι όπως θυμάμαι εκείνο το σκαρί του «Ροξάνη», νομίζω πως έμοιαζε πολύ με το «Γεώργιος Φ.», ένα άλλο σκαρί που έκανε την άγονη γραμμή από Αλεξανδρούπολη στην Ικαριά κι από εκεί στα Δωδεκάνησα, στη δεκαετία του 50-60. κι εκείνο μαύρο και ψηλό, με αντοχή στα καλοκαιρινά μελτέμια. Με το «Γέωργιος Φ.» κάναμε δυο ταξίδια στην Ικαριά, το 1956 και το 1959. Το πρώτο δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως το δεύτερο σαν να ήταν τώρα. Με στάσεις σε Αη Στράτη, όπου κατέβηκαν συγγενείς εξόριστων από την Αλεξανδρούπολη… Μαζί μας ήταν και μια γειτόνισσα με το μικρό της γιο. Όταν το πλοίο αγκυροβόλησε λίγο πιο πέρα από την ακτή, γιατί λιμάνι δεν υπήρχε, η γυναίκα έπιασε το μικρό της γιο, τον σήκωσε ψηλά πάνω από την κουπαστή και τον κανάκευε τραγουδώντας: «Ο μπαμπάς του, ο μπαμπάς του…»
Δεν ξέρω αν τους περίμενε ο πατέρας στην ακτή, ούτε ρώτησα ποτέ τη γειτόνισσα. Ξέρω πως ο μικρός στρίγγλιζε υστερικά πάνω από την βαθιά θάλασσα την οποία έπρεπε να διαβεί για να δει το γονιό του. Κι ήταν ένα μαρτύριο να κατεβαίνεις ανεμόσκαλες φορτωμένος για να μπεις στη βάρκα και να σε φτάσει στη στεριά…
Έτσι κι εμείς, όταν δυο μέρες μετά φτάσαμε στην Ικαριά, περάσαμε μια από τα ίδια… Θυμάμαι τη μάνα να με κρατά σφικτά αγκαλιά κι εγώ να φωνάζω: «Θέλω να πάω σπίτι, σπίτι…». Στην ικαριακή ακτή μας αποζημίωσε η μεγάλη βενζίνα που μας πήγε στο επίνειο του χωριού, κι από εκεί τα γαϊδουράκια σειρά μας ανέβασαν στο σπίτι…
Κι όλα τα παραπάνω με ομφαλό το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, που επί χρόνια θυμάμαι γερανοί και «μπίγες» να σκάβουν το βυθό του για να το κάνουν μεγάλο και «διεθνές». Τα κατάφεραν τελικά, δεν ξέρω βέβαια αν αυτό που περίμεναν ήταν να ποδίσουν εκεί οι «αγωγοί» και να στηθούν αρόδου του ουρές τα τάνκερ, αλλά τα…κατάφεραν!
Τα τελευταία χρόνια όταν επισκέπτομαι την Αλεξανδρούπολη χειμώνα, πάντα κάνω μια βόλτα στο λιμάνι. Περπατώ κολλημένη σχεδόν στο μόλο μέχρι το ακρομόλιο. Δεν ε΄χει τίποτε να δω, ούτε μπορώ να κλείσω τα μάτια για κάποιο παιχνίδι μνήμης, καθώς αισθάνομαι ότι εκεί κινδυνεύω πάντα από λοξοδρομίες… Σκέπτομαι τη μαμά που έψαχνε πάντα στα αγκυροβολημένα ένα «νεύμα» Ικαριάς. Σκέπτομαι και τη «Ροξάνη» του Καλαματιανού, και το «Γεώργιος Φ». Τι δεν θάδινα για λενα παρόμοιο ταξίδι τώρα… Η Άγονη γραμμή εξακολουθεί να υφίσταται με μεγαλύτερα βαπόρια όμως. Θα αξιωθώ, δεν μπορεί, να ξαναταξιδέψω το Αιγαίο, στην τεθλασμένη ρώτα των νησιών μας. Και πάνω της θα εμπιστευθώ τη δική μου «τεθλασμένη» και ταυτόχρονα «πυρακτωμένη» υπερμνησία, σαν Οδυσσέας νοσταλγός, όχι κάποιας επιστροφής αλλά μιας παλιάς περιπέτειας. Σαμοθράκη, Λήμνο, Αη Στράτη, Μυτιλήνη, Χιο, Πάτμο, Ικαριά… Μια γραμμή, μια πορεία αργά… Με αφετηρία το αραξοβόλι της Αλεξανδρούπολης, το λιμάνι της… Ένα μόλο που σήμερα τίποτε δεν θυμάται, δεν απογράφει από τα «δικά» μου ντόκια και τα liberty…

Φιλιά!!!

No comments: