5 May 2007

Ακυβέρνητες επαρχίες

Απολαμβάνω τις εναλλαγές βοριάδων με τους νοτιάδες, αυτή την εποχή, όσο κι αν δοκιμάζεται η φυσική μου κατάσταση... Για να εξηγήσω την κακή διάθεση, με ατονίες και υπνηλία, καταφεύγω στον Ιπποκράτη... Που από τον 5ο αιώνα π.Χ. είχε πει όλα όσα οι μεταγενέστεροί του διαγιγνώσκουν για τα σώματα και τους ιστούς των ανθρώπων.
Ο Ιπποκράτης, λοιπόν, κήρυττε πως ένας γιατρός για να είναι αληθινός "γητευτής" πρέπει πρώτα να εξετάσει λεπτομερώς την πόλη, στην οποία ασκεί το λειτούργημα, πώς είναι κτισμένη, σε σχέση με τους ανέμους και την ανατολή του ήλιου. Πρέπει να μελετά ποια είναι η κατάσταση των υδάτων, να εξετάζει τη μορφολογία των εδαφών της...
Για πόλεις σαν τη δική μου, που είναι στραμμένη στα δυτικά, ο Ιπποκράτης υποστήριζε πως είναι εξαιρετικά ανθυγιεινές... Διότι λούζονται από θερμούς ανέμους, διότι δύσκολα τις βρίσκει ο ήλιος, έχουν νερά μη διαυγή, το πρωί απλώνεται ομίχλη στη σκέπη τους, που το καλοκαίρι γίνεται πάχνη...
Οι άνθρωποι σ' αυτές τις πόλεις, κατά τον Ιπποκράτη τον Κώο, έχουν ευαισθησίες σε ασθένειες της αναπνοής και του πεπτικού, φωνές βαριές και βραχνές εξαιτίας του αέρα που κατά κανόνα είναι ακάθαρτος... Κι όλα αυτά στην περί αέρων, υδάτων και τόπων συλλογή του...
Τι κρίμα που τη σπουδή του Ιπποκράτη κανείς από τους Έλληνες, ορεινούς κυρίως, όταν εποίκιζαν τους κάμπους μετά την Επανάσταση δεν ξεφύλλισαν ούτε γνώριζαν καν! Όλα στην Ελλάδα έγιναν στην τύχη κι όπως φαίνεται όλα έτσι συνεχίζουν... Πόλεις στην τύχη, ακτές στο... πεπρωμένο, σκουπίδια στα λαγκάδια και τις πλαγιές, αποχετεύσεις στα ρυάκια και τους χείμαρρους. Κι ούτε ένας σοφός να ξαναδιαβάσει την ιπποκράτεια περί τόπων πραγματεία... Παρόλα αυτά, είναι όμορφες οι επαρχιακές πόλεις, οι μικρές μας πόλεις και τ' απόκεντρά τους. Περπατώντας εντός τους ή και στα περίχωρα, ανακαλύπτεις μιαν άλλη... Ιερουσαλήμ, αυτή της νωχέλειας, της λάσπης και των οικόσιτων που σκαλίζουν το χώμα όπως πριν από πολλά χρόνια, προ ασφάλτου.
Ήλιος και βροχή μαζί σ' αυτά τα περίεργα τερτίπια του καιρού, στις φούρλες διάθεσης που εναλλάσσονται με τις ώρες. Στην άκρη της φυλλωσιάς μουσκεμένων δένδρων, την ώρα που κόβει η βροχή, ανακαλύπτεις την αναδυόμενη μελαγχολία του τόπου. Ολα όσα λαμπυρίζουν, μετά τα νερά, υπαινίσσονται την τόλμη στην κάθαρση, τη λύση, την απαλλαγή από άνυδρους κόμβους... Μια αμυγδαλιά ανθισμένη στο μέσον του πουθενά είναι εικονική άνοιξη, όσο κι αν η βιασύνη της αποτελεί πεπρωμένο. Εικονικά είναι ακόμα και τα οράματα τοπαρχών που έχουν βαλθεί να αναμορφώσουν τις πόλεις μας, όμως αυτά δεν τα ανταγωνίζομαι... Ποιος απλός πολίτης ή ακόμα και κονδυλοφόρος μπορεί να τα βάλει με τα θεριά;
Κάνοντας οδοιπορίες τις νύχτες ανακαλύπτεις και όλα όσα απέμειναν υπό προθεσμίαν. Σοκάκια τεθλασμένα κι ανάμεσα ερειπιώνες... Ένα παράθυρο μισάνοιχτο στον καιρό, κάπου, φορώντας κουρτινάκι ατραντέ ή κι ένα σπίτι με κεκλιμένη πλινθοδομή, ακουμπισμένη σε γέρικη πεύκα της αυλής. Κάθε πόλη έχει πάντα το τείχος των δακρύων και της μνήμης... Απρόσωπο ίσως, μακρινό και... αμίλητο. Στο παρόν του ακουμπά όμως η... πολεοδομία και το όραμά της στο μέλλον. Ένα όραμα που περιέλαβε όλα όσα έμελλαν να δέσουν ζωή και ρυθμούς με το παρόν, συνοδούς που ανατράπηκαν με τα χρόνια χωρίς αντικατάσταση...
Καφενεία, πλατείες, σταθμοί, σχολεία, γήπεδα και κινηματογράφοι... Μετρήστε τις κατηγορίες που έμειναν από τα παραπάνω σημεία σύναξης στις πόλεις της επαρχίας, μέχρι σήμερα. Σινεμά, ούτε ως ανάμνηση δεν διεσώθη, τα καφενεία του παλιού καιρού έκλεισαν και κλείνουν, τα γήπεδα μαντρώνονται και οι πλατείες τσιμεντώνονται. Ανατροπές που παρασύρουν σε ευφορία χωρίς αντίκρισμα, μόνο που δύσκολα κανείς μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής.
Κι όμως, παραμένουν όμορφες οι "πόζες" των πόλεων της επαρχίας, όποια ώρα της ημέρας επιλέξεις να "δεις" ανάμεσα στα στενά, στους φράκτες και τις αυλόπορτες. Κτίσματα που μιλούν για το παρελθόν κι άλλα πάλι να δηλώνουν το παρόν... προοπτικά, μέσα στο κάδρο των πολεοδομικών μας σχηματισμών.
Ανάμεσα στις πλινθοδομές και οι εσωτερικές αυλές που ακόμα σώζονται, κάτι "στενά" που απέμειναν από την αδηφάγο μανία τεχνοκρατών να "τετραγωνίσουν" τα οικοδομικά συγκροτήματα.
Ακυβέρνητες και τυχαίες επαρχίες, που γειτονεύουν χωρίς ν$ ακουμπούν στο μέλλον. Που ούτε για μια φωτογραφία της προκοπής δεν τις πείθεις να ποζάρουν. Ισως γιατί φοβούνται να δούν σε καρτ ποστάλ τα προσωπεία τους...
Σ$ αυτές τις επαρχίες, που άλλαξαν όνομα και λέγονται "περιφέρειες", περισσεύει πια και η σοφία του Ιπποκράτη...

4 May 2007

Πολίτες δίχως πόλη...

Το γνώρισα αυτό το σπίτι, της Ιωάννας, εκεί στις αρχές του 60. Θυμάμαι τις σκάλες και το μικρό στενό της εισόδου, τη σιδερένια εξώθυρα, το υπόγειο με το μαυροπίνακα και το φιλέ του πινκ-πογκ, τριγυρισμένο από μεγάλα παράθυρα, που το έλουζαν με φως. Εκεί έπαιζαν τα παιδιά… Το σπίτι δεν υπάρχει πια. Γκρεμίστηκε το 2005, κατά τα ειωθότα. Απέναντι ακριβώς απ’ τον Αη Λευτέρη, δίπλα στο Παγοποιείο. Εκεί μεγαλώσαμε άλλωστε. Στην οδό Υψηλάντου, Φυλής και Παπαφλέσσα, στο «λοξό», και στις γραμμές. Μια τεθλασμένη περιπάτου, μια φούρλα ποδηλάτου, με μικρές ανάσες ανάμεσα στις διασταυρώσεις.
Κι η Ιωάννα λείπει… Και το σπίτι της Παπαφλέσσα αποκαθηλώθηκε εδώ και χρόνια, ούτε τα χνάρια του δεν υπάρχουν πια. Εμείς κατοικούμε αλλού, διασπαρμένοι από αγέρηδες μετανάστες και απόδημους. Με το πάθος της φυγής τραφήκαμε… Ηταν το τρένο, η «ταχεία» που περνούσε κάθε βράδυ στις 11.00 χειμώνα-καλοκαίρι απ’ τη γειτονιά, βαριά και φωτεινή όπως ακριβώς και οι πόθοι της εφηβείας.
Το όναρ της τάξης μας. Αυτής που έκανε την υπέρβαση, που άλλαξε πόστο και ήθη, που εν τέλει κανοναρχεί ως «ροζ» πλειοψηφία στο παρόν. Δεν έχω τίποτε με το σινάφι μου, αντιθέτως. Από τη στιγμή που σταμάτησα να αγοράζω κολώνια χύμα, μπήκα στον κόσμο της νεωτερικότητας. Η φαντασίωση της «Σανέλ Νο 5», καταδίωκε όλες τις σουφραζέτες της σειράς μας μαζί με μια «σαμψονάϊτ» ταξιδιού. Μαζί μου και όλοι εκείνοι που ψήφιζαν «δημοκρατικά» από το 74 και μετά, κι οι μικρομεσαίοι, κι οι λογιώτατοι που διάβασαν τα χρόνια της… πρωτοπορίας από Εριχ Φρομ μέχρι και Κούντερα, εγκαταλείποντας τη σειρά των νεοελλήνων της ΕΣΤΙΑΣ. Σκέπτομαι συχνά τη διαφορά της δικής μας σειράς με τους ανιόντες. Μεγίστη. Το πατρικό εκείνων διασώζεται ακόμα σε κάποιο οικισμό της βουκολικής επαρχίας. Εκεί που γεννοβολούσε μια μάννα ανάμεσα σε χωράφια και λιοστάσια, στ’ αλώνια της σταφίδας ή στη σκιά μιας καρυδιάς. Βλέπεις εκεί δεν έφτασαν ακόμα οι αντιπαροχείς εργολάβοι. Μόνα τα χωράφια αγρίεψαν κι η τέχνη της πέτρας λησμονήθηκε. Στις συντηρήσεις εκείνων των σπιτιών επέδραμε το μπετό και το αλουμίνιον, παρόλα αυτά παραμένουν τετραγωνισμένα και ανθεκτικά στην πλινθοδομή της μνήμης και της νοσταλγίας.
Οι μικροαστοί των πολισμάτων που δόμησε ο πολιτισμός μας από το 50 και μετά, ήταν προορισμένοι για φυγή. Από το χωριό στην πόλη και από κει σε πρωτεύουσα ή συμπρωτεύουσα, ταξίδια κανόνας και νόμος! Τι καταφέραμε; Ένας καταπέλτης μας οδήγησε στο δόγμα «όπου γης και πατρίς», λες και οι τόποι δεν έχουν ταυτότητα.
Στη μονογενή μου θυγατέρα, εγώ η ταξιδιάρισσα, εξηγώ συχνά αυτά τα περίπλοκα και ψυχοδυναμικά των ταξιδιών. Το σπίτι που γεννήθηκε νοικιασμένο, το σπίτι στο χωριό μισοερειπωμένο, το ιδιόκτητο μισοτελειωμένο αλλά σταθερό στη γη και στα θεμέλια, της δίνει νήμα για τη νοσταλγία της ωριμότητας. Εκείνη όταν μεγαλώσει σαν και μένα θα έχει να λέει για τον πολιτισμό που κατόρθωσε χωρίς να ρωτηθεί. Ναι, γεννήθηκα στο κλεινόν άστυ, μεγάλωσα στην Κομοτηνή, και έζησα την εφηβεία μου στην Αμαλιάδα. Σπούδασα στην Πάτρα… Η μάνα μου κατάγεται από την Ικαρία, γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, έζησε στην Αθήνα και κατέληξε στην Αμαλιάδα. Ο πατέρας μου από τα ημιορεινά του Μοριά, με καταγωγή μισή από τη Μάνη κι άλλη μισή από την Αρκαδία.
Ο τόπος όλος δεν θα τη χωρά αλλά ευτυχώς θα την θάλπει. Κι εκείνη θα προσπαθεί να συνδυάσει το αειθαλές του Μοριά, με το πορφυρό της Θράκης, το φως της Αττικής και το γαλάζιο του Αιγαίου. Οπου κι αν βρίσκεται θα κοιτά απέναντι. Και θα είναι μια πολίτης με πολλαπλές πόλεις, και τόπους. Θα είναι καλό ή ζόρικο; Αν κρίνω από το παρόν θα είναι σίγουρα αγωνιώδες αλλά ενδιαφέρον.
Είθε να ξεκαθαρίσει νωρίς για να ριζώσει σαν βαλανιδιά στην πλαγιά του τόπου που διαλέγει…Αφήνοντας μόνιμα στο συρτάρι του σπιτιού, όπου πάντα θα επιστρέφει, το Φυτολόγιο με τα ψυχανθή, και τις παλιές φωτογραφίες των ανιόντων. Για να θυμάται πώς κάποτε οι άνθρωποι ερωτεύονταν σε βουνοπλαγές, οι γυναίκες γεννούσαν στον αγρό, και τα παιδιά θήλαζαν χυμούς γαστέρας… Τότε που η απαντοχή ήταν το ίδιον της φυλής και του γένους… Ως παρακαταθήκη, να θυμάται, για να αντέχει ρόλους πολίτη και οπλίτη. Με φαρέτρα γεμάτη…Με άρωμα από βασιλικό, διόσμο και…παρκετίνη!