30 Apr 2008

Κώστας Τζαβάρας, Ευάγγελος Αυδίκος, Ελένη Σκάβδη







«Η Κίτρινη Ομπρέλα», του Βαγγέλη Αυδίκου

Τον Ευάγγελο Αυδίκο το κοινό της Θράκης τον γνωρίζει, από τη θητεία του στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο επί 8 έτη. Γεννημένος στην Πρέβεζα το 1951, με πτυχίο του κλασικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, υπηρέτησε επί μακρόν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Το 1992 εκλέχτηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Δημοκρίτειου όπου παρέμεινε ως το Σεπτέμβριο του 2000, οπότε και ανέλαβε υπηρεσία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ως Καθηγητής Λαογραφίας. Σήμερα είναι πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Θεσσαλικού Πανεπιστημίου και τα τελευταία χρόνια παράλληλα με την ακαδημαϊκή του καριέρα συγγράφει λογοτεχνία. Πρώτη προσπάθειά του η συλλογή διηγημάτων «Με το βλέμμα στον τοίχο με την μπατανία», 2001, εκδ. Ελληνικά Γράμματα. Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Ο δικός μου Θεός», 2004, εκδ. Ταξιδευτής, και το 2007 το τελευταίο του μυθιστόρημα «Η κίτρινη Ομπρέλα», εκδ. Μεταίχμιο.
Τον Μάιο του 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας το βιβλίο «Η Θράκη και οι άλλοι». Ένα βιβλίο για τη Θράκη, τους ανθρώπους και τους πολιτισμούς της.
Υπενθυμίζουμε επίσης τους τίτλους «Χάλασε το χωριό μας, χάλασε», και «Από τη Μαρίτσα στον Έβρο» εκδόσεις του Πολύκεντρου του Δήμου τυχερού.
Την «Κίτρινη Ομπρέλα» παρουσιάσαμε το περασμένο Σάββατο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αμαλιάδας, παρουσία του συγγραφέα. Ομιλητές η υπογράφουσα και ο Κώστας Τζαβάρας-προσωπικός φίλος του συγγραφέα- βουλευτής Ηλείας της Ν.Δ.
Τα ενδιαφέροντα για το μυθιστόρημα του Ε.Αυδίκου ήρθαν σήμερα το μεσημέρι… Αφού ο τίτλος του περιλαμβάνεται στη sort list των υποψηφιοτήτων για τα βραβεία μυθιστορήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για το 2008.
Φιλοξενούμε σήμερα με αφορμή όλα τα παραπάνω μια εκτεταμένη παρουσίαση της «Κίτρινης Ομπρέλας», που αποτελεί και τη συμβολή μου στην εκδήλωση της Αμαλιάδας…



Η κίτρινη ομπρέλα
Μία αντροπαρέα, στο κέντρο της Αθήνας. Παρέα που σχηματίσθηκε από τυχαίες συναντήσεις στα καθημερινά της μεγάλης πόλης, με τον κατακερματισμό που τη συνέχει…Εκεί που οι άνθρωποι συναντιούνται απρόσωπα… στο χάος των 4.000.000 πολιτών…
Οι άνθρωποι εκεί, συνομιλούν μονάχα με τον περιπτερά, τον κουρέα, τους συναδέλφους τους στον στενό εργασιακό χώρο, και τους εξαρτημένους αυτόν, ίσως και με το έτερον ήμισυ, και σπανίως ή τυχαία με κάποιον φίλο από τα παιδικά χρόνια…
Η παρέα έχει συμφωνήσει να συναντιέται σε καφενείο του Κολωνακίου κάθε Σάββατο για να ανταλλάσσει ιστορίες.
Καθώς «όλοι ζούμε με δανεικές ιστορίες», όπως υποστηρίζει ο Ε.Α, η συνοχή της ομάδας δοκιμάζεται στην άμυλα της αφήγησης. Ποιος θα πει την πιο ενδιαφέρουσα –πιπεράτη- ελκυστική ιστορία…
Της παρέας ηγείται ένας Αρχηγός, δημοσιογράφος γύρω στα 50, άρτι διαζευγμένος…Δίπλα ο Εισαγγελέας, που επιδίδεται σε αφηγήσεις του δικαστικού ρεπορτάζ, ένας καφετζής από την Κρήτη, ο Μιχάλης , που μεταφέρει στην παρέα ό,τι συναντά στο πολυσύχναστο καφενείο που διατηρεί στο ΚΤΕΛ Κηφισού. Μαζί και ο Σωτήρης, ο Περιπτεράς, σε κάποια γωνία του Κολωνακίου, που τον έφερε στην παρέα ο Εισαγγελέας. Ένας κουρέας με στριφτό μουστάκι από τη Φλώρινα, ο Κλαψομανουράκιας-δημοσιογράφος τηλεοπτικής εκπομπής γύρω στα 35, ο Παρδαλός, Τζόρζ ή Ζορζέτα, που τον έφερε στην παρέα ο καφετζής και ένας πενηντάρης επίσης χωρισμένος συγγραφέας best-seller σε κάμψη όμως τα τελευταία χρόνια που δεν μπορεί να γράψει και ψάχνει εναγωνίως να βρει θέματα.
Το σκηνικό του μυθιστορήματος στήνεται σχεδόν τηλεοπτικά. Ένα τραπέζι και γύρω του οι «συνδιηγητές»-όρος του Αυδίκου-καθώς αυτό που συνέχει τους ομοτράπεζους δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι ιστορίες. Το story όπως λέγεται τηλεοπτικά, ένα story με ήρωες οποιουσδήποτε εκτός παρέας, που για να πάρει «καλό βαθμό» οφείλει να έχει σασπένς, πρωτοτυπία, σεξ, περιθώριο, βία. Για την τήρηση των κανόνων της συνδιήγησης φροντίζει με αυστηρότητα ο αρχηγός. Έπεται το ξετύλιγμα των σεναρίων που αφορούν τις περιπέτειες κάποιων δεύτερων ηρώων, ανάμεσά τους και ξεχωριστές γυναίκες, η Κάθριν, η Ιρένε, η Λειλά, ή Σούζυ, η πολυπρόσωπη Καλλιόπη, η Κωνσταντίνα. Ήρωες ενταγμένοι στο σύστημα από τη μια, με τον κυνισμό που αυτό απαιτεί για την διάσωσή τους και από την άλλη οι κρυμμένοι στο περιθώριο, ένα μοναδικό περιθώριο. Όλοι βγαλμένοι κατευθείαν από το background της μεγαλούπολης. Επτά συνολικά τα κεφάλαια-ιστορίες που αφηγείται ο συγγραφέας ετεροβαρείς και ετερόκλητες θα έλεγα, με ένα βασικό στοιχείο να τις συνέχει. Τους ρόλους που έχουν ανατεθεί στα πρόσωπα, για να υπηρετήσουν την τάξη των πραγμάτων…

Οι δεύτεροι αυτοί ήρωες του συγγραφέα παρεισφρέουν στην παρέα ως συνοδοί του συστήματος που οργανώνουν οι καφενόβιοι του Σαββάτου, πάνω από όλα όμως σαν αντίγραφο της ζωής που ζουν, του τρόπου που ξέρουν να ζουν, το μοντέλο που αποδέχονται ως θεατές και μαζί ως συνένοχοι μετέχοντες.
Και δω υπάρχει ένα σημαντικό εύρημα του Αυδίκου, που δένει την αφήγηση, κατά την άποψή μου, με το ιδεολόγημά του. Ο συγγραφέας-ήρωας-της παρέας αφηγείται ιστορίες με πρόσωπα άγνωστα στους συνδιηγητές. Όσο προχωρά όμως αποκαλύπτονται πολλά. Κυρίως όμως αποκαλύπτεται ότι οι πρωταγωνιστές των ωραίων ιστοριών του είναι και οι ομοτράπεζοί του, τα μέλη δηλαδή της παρέας. Κάποτε ο αρχηγός, ο δημοσιογράφος δηλαδή, ο υποταγμένος, κι αυτός και η γραφή του και οι ιδέες του, στις εντολές του εκδότη, άλλοτε ο καθωσπρέπει εισαγγελέας, μπλεγμένος σε μία γαργαλιστική ιστορία με τρελούς έρωτες και άφθονο σεξισμό, μετά ο Παρδαλός που διάγει βίον έκκλητον στο περιθώριο της Συγγρού.

Τι ακριβώς υπονοεί ο Αυδίκος; Νομίζω ότι θέλει να μας πει με καθαρό τρόπο, πως όσο και αν βγάλουμε την ουρά μας έξω από τις ιστορίες άλλων, είμαστε εντός, όχι ως guest αλλά και επί της ουσίας. Όσο και να βολευόμαστε με τον εγωκεντρισμό του παρόντος, μετέχουμε δρωμένων που τα θεωρούμε πάθη των άλλων. Γιατί αυτό που ορίζουμε πάντα ως κοινωνία, συνέχεται μέσω του συλλογικού εγώ παρά τον κατακερματισμό και την απομόνωση.
Από την άλλη, το ζήτημα αξιολόγησης της κάθε ιστορίας, από τους ακροατές της παρέας ανοίγει το δεύτερο πεδίο ανάγνωσης του μυθιστορήματος, που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, καθώς αρτιώνεται η αφήγηση. Τα κριτήρια για την ελκυστικότητα των ιστοριών επαφύονται στις αισθητικές αξίες των μετεχόντων, στο σύστημα ιδεών που κυριαρχεί στην τηλεοπτική μας «δημοκρατία» αλλά και με βάση τα δεδομένα της σωρηδόν παραγόμενης λογοτεχνίας του παρόντος… Οι πρόδηλες πολιτικές νύξεις του Αυδίκου, για το εποικοδόμημα, θα έλεγα το σύστημα πολιτικών και πολιτιστικών αξιών που κυριαρχεί, μας παραθέτουν αυτό που ακριβώς πλείστοι Έλληνες πολίτες διαγιγνώσκουν αλλά … δεν ομολογούν…Απλά αφήνονται-αφηνόμαστε να μας παρασύρει…Βράζουμε στο ίδιο καζάνι που τα τελευταία χρόνια έχει πια και ένα κλείστρο στην κορυφή του.

Όλα αυτά, μέσα από τον λόγο του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος του 50άρη συγγραφέα που ξεκινά με τα παθήματα του ρόλου του ως υπηρέτη του λόγου και της γραφής, που ψάχνει εναγωνίως υλικό καθώς έχει αναλάβει υποχρέωση να ολοκληρώσει σύντομα ένα μυθιστόρημα. Μέσα στην ιστορία του εμπλέκεται όλο το σύστημα και οι μηχανισμοί που παράγουν σήμερα πολιτισμό και ταυτόχρονα πολιτική. Διανοητές και δημοσιογραφία, ΜΜΕ, δικαστική εξουσία, περιθώριο, ομοφυλοφιλία, ρατσισμός, μετανάστες, περιβάλλον, η ελληνική επαρχία, ο έρωτας, η μοναξιά των ανθρώπων της μεγαλούπολης, η επικοινωνία εν πολλοίς, οι «έξω ιστορίες» και οι «μέσα ιστορίες», των ανθρώπων.
Μέσα από όλα αυτά ο Αυδίκος βασανίζεται και μας βασανίζει για το ρόλο της λογοτεχνίας σήμερα, και της λογοτεχνικής παραγωγής εν τέλει. Τι έχουμε να πούμε για όλα αυτά ως αναγνώστες;
Σήμερα που όλοι γράφουν, οι περισσότεροι αντιγράφουν θα έλεγα, τα πράγματα μας φέρνουν αντιμέτωπους με τη νέα πραγματικότητα, την εικονική. Μύθοι ξετυλίγονται με την τεχνική του ξεπέτα . Ο ένας κλέβει τις ιστορίες του άλλου, οι γραφές παράγονται κατά κόρον στην Μεγαλούπολη, που μοιάζει να έχει στερέψει από αληθινές ιστορίες, αναπαράγοντας την αισθητική των σχέσεων που αυτή δημιούργησε. Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος του Λογοτέχνη σήμερα;
Κατ’ αρχήν θα έλεγα ότι δικαιούται να ζήσει αλλιώς, να πει ότι η ζωή είναι αλλιώς, για να αποκτήσει πάλι βλέμμα, ακοή, αφή, μυρωδιές. Με αυτά τα αισθητήρια μπορεί ξανά να βουτήξει στο πέλαγος της αφήγησης.
Της αφήγησης που σήμερα δοκιμάζεται δραματικά, καθώς μάθαμε να ακούμε από την οθόνη μονοσήμαντα, που αναπαράγει τοπία χωρίς μυρωδιές, αγγίγματα, γεύσεις…
Και ο Αυδίκος εν τέλει μας λυτρώνει καθώς ο ήρωας του, ο συγγραφέας αποχωρεί από την παρέα, έχοντας αποκαλύψει με την ιστορία του, τους ρόλους των συνενόχων στο σύστημα, την παρέα … του Κολωνακίου.
Ο παρακμιακός συγγραφέας, που λέει ως εδώ…και φεύγει με την αγαπημένη του από το καφενείο, αφήνοντας πίσω την εικονική συντροφιά αλλά και τους ήρωες της αφήγησής του, που εμφανίζονται μαυροντυμένοι στο καφενείο σαν «από μηχανής θεοί» πάνω από το τραπέζι των συνδιηγητών.
Ως κατακλείδα θα χρησιμοποιήσω παράγραφο από μια κριτική προσέγγιση που βρήκα για το μυθιστόρημα σε blog στο διαδίκτυο., στις «ιχνηλασίες».

«Η επιλογή του Αυδίκου αποτελεί απάντηση στο κεντρικό ερώτημα. Και δεν αφορά μόνο τον ίδιο το Συγγραφέα. Αφορά όσους εμπλεκόμαστε ως αναγνώστες ή συγγραφείς με τη λογοτεχνία. Εν ολίγοις: ο κόσμος της λογοτεχνίας θα διατηρείται ψευδαισθησιακός, θα συνεχίζει να αυτοευνουχίζεται και να αυτοχειριάζεται, θα επιμένει να αναπαράγει τα αδιέξοδα στα οποία υποτίθεται ότι δίνει λύση, όσο παραμένει περίκλειστος στον εαυτό του, όσο αρνείται να γονιμοποιηθεί από την αληθινή ζωή, όσο συμβιβάζεται μ’ ό,τι αρνείται την αληθινή ζωή.
Η αξία του βιβλίου του Αυδίκου έγκειται στο ότι έθιξε το πρόβλημα της σημερινής λογοτεχνίας χωρίς περιστροφές….επιχείρησε να δώσει απαντήσεις. Και το πιο σημαντικό είναι ότι οι απαντήσεις αυτές περιέχουν αλήθειες που θα έπρεπε να ειπωθούν. Και καλώς ειπώθηκαν.»
Ελ.Σκάβδη

Οι ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ του Γιώργου Ξένου



ΟΙ ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ-Μυθιστόρημα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΟΣ
Εκδόσεις Μαϊστρος, 2007-11-22


Μια προσωπική ανάγνωση


Η Ιστορία…
Η ιστορία ξεκινά από το Περιστέρι, ένα μικρό ημιορεινό χωριό της Ηλείας, στο Δήμο Αμαλιάδας. Είναι το 1954, ένα χρόνο μετά τους σεισμούς της Ζακύνθου. Είναι εκείνα τα πέτρινα χρόνια, τα μετεμφυλιακά….
Είναι και ο φόβος που κατατρώει τα σωθικά από πολλαπλές πηγές εκπορευόμενος. Εν αρχή είναι το «θεϊκό σημάδι» στον ουρανό, είναι οι ακρίδες που έπεσαν στο χωριό, που αφανίσανε μέχρι και το ρετσίνι από τις πεύκες του παρακείμενου δάσους, τη χρονιά που οι γίδες έμειναν στέρφες, τα χωράφια χέρσα, χρονιά που χαθήκανε δυο παλικάρια κοντά είκοσι χρονώ, σαν να άνοιξε η γη και να τα κατάπιε, αφού δεν τα ξανάδε ποτέ κανείς, τότε που η Μαριό έκανε τρίδυμα, ένα παιδί και δυο κορίτσια, τα κορίτσια τυφλά και τ’ αγόρι με ένα πόδι. Όσα κορίτσια την ίδια χρονιά τόλμησαν να απομακρυνθούν από το χωριό, βρεθήκανε βιασμένα και ημιλυπόθυμα…
Εκείνη τη χρονιά βρέθηκε γκρεμοτσακισμένος κι ένας νεαρός βοσκός, σε μια βαθειά ρεματιά του δάσους…
Οι Περιστεριώτες ψάχνουν τρόπο να ξορκίσουν το κακό. Οι μισοί επιστρατεύουν την αγιοσύνη και τον παπά Γιώργη, κι οι άλλοι μισοί, τη μάγισσα Σαράχ που εγκαθίσταται στο χωριό και φτιάχνει τα μαγικά της… Μετά από μέρες αυτοσυγκέντρωσης βγάζει η Σαράχ το χρησμό…
Κι όλα έγιναν όπως τα θέλησε η μάγισσα…Και τα μάγια λυθήκανε και το χωριό ξαναγύρισε στην κανονικότητά του, με τη χωροφυλακή διαρκώς παρούσα ακόμα, και τους μισούς από τους νέους του χωριού να παίρνουν των ομματιών τους για Αυστραλία, Γερμανία, Αμερική, μερικοί δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ… Η μετανάστευση των Ελλήνων στο φόρτε της εκείνη την εποχή, που ερήμωσε χωριά και ύπαιθρο οριστικά και αμετάκλητα.

Έτσι ξεκινά το μυθιστόρημα. Μια πυκνή αλληλουχία συμβάντων και εικόνων, βαραίνει τη μικρή κοινότητα. Βαραίνει μαζί και τους ανθρώπους της. Τη Θάλεια Σούρπη μια γυναίκα κοντά 50 χρονών, γυναίκα του Ισίδωρου, μάννα της 15χρονης Βαγγελιώς ή Εύας, που ο άντρας της ήταν ο βοσκός που βρέθηκε τσακισμένος στο γκρεμό, από άγνωστη αιτία, εκείνες τις μέρες του κακού. Μικροπαντρεμένη με το ζόρι η Εύα, ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης του 1954, γεννάει το μοναδικό της παιδί. Τι μανούβρες της γέννας επιχειρεί η μαμή του χωριού…

Το κορίτσι που γεννιέται είναι η Ισμήνη, ή Σμινιό. Που μεγαλώνει κοντά στη γιαγιά, τη Θάλεια, αφού η μάνα της η Εύα, ένα πανέμορφο πλάσμα, ξεπορτίζει διαρκώς. Με ένα σαραβαλάκι αυτοκίνητο κατεβαίνει κάθε μέρα στη διπλανή πόλη, την Αμαλιάδα αφοσιωμένη σε ερωτοδουλειές. Η Σμινιώ ορφανή από πατέρα, με μια μάννα διαρκώς απούσα, που από ένα χρονικό σημείο φεύγει για άγνωστο προορισμό…
Και η Ισμήνη μένει να μεγαλώνει σαν αγρίμι του δάσους. Το δάσος του Περιστεριού είναι η καταφυγή, ο παράδεισός της, ένα θεσπέσιος κήπος στον οποίον βιώνει όλες τις μεγάλες στιγμές της εφηβείας. Από εκεί λες πώς αρχίζουν κι εκεί τελειώνουν όλα…για τη Σμινιώ..
(Το δάσος, μεγάλο μέρος του οποίου κάηκε φέτος στις φωτιές του Αυγούστου).

Στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος ο συγγραφέας συμπυκνώνει με εξαιρετικό τρόπο, τη «Γένεση» του κόσμου του … Ένας κόσμος σκληρός, υπερβολικά φοβισμένος, κόσμος ριζωμένος σε φυσικό περιβάλλον, λουσμένος στη μαγεία των φωτοσκιάσεών του δάσους, που μεταδίδει στους ανθρώπους μεταφυσικές βεβαιότητες και τους μαθαίνει να επιβιώνουν σε μετέωρες ισορροπίες… Κόσμος περιβεβλημένος από γη και ύδωρ, μαγεία και πραγματικότητα, ένοχα μυστικά και κυρίως τολμηρά και ανομολόγητα όνειρα. Σε αυτό το σκληρό τοπίο του ελληνικού Νότου, που οι άνθρωποι δουλεύουν όλη μέρα στα χωράφια και στα κτήματα με τα ζωντόβολα, τα μαρτίνια και τα κοτερά τους, παρά την αταξία, υπάρχει μια «σειρά» που τρέφει το μύθο. Την καθορίζουν τα γνωστά και αυστηρά στερεότυπα της ελληνικής υπαίθρου. Γυναίκες-που γίνονται άνδρες στη δουλειά, υποτακτικές στο ρόλο-ρόλους που τους έχουν ανατεθεί, άνδρες κουρασμένοι και καταθλιπτικοί, άντρες αφέντες, σε δεύτερο πλάνο πάντα, πίσω από τις κυρίαρχες ηρωϊδες, παιδιά και τσούπες… Παπάδες, με αποστολή τη «σωτηρία» της ψυχής των αμαρτωλών, «σαλεμένοι», κουτσομπόλες, χωροφύλακες… Ένας κόσμος που υπηρετεί την παράδοση, μυείται στα δρώμενά της, ακόμα και αν αμφισβητεί τα ελέη τους, κόσμος που πιστεύει τόσο στους Θεούς όσο και στους δαίμονες… Ένα στοιχείο μόνο δείχνει να συνέχει την μικρή κοινωνία, αυτό που αφορά τη θέση του απέναντι στην εξουσία της χωροφυλακής που κάνει πυκνές εφόδους στο χωριό.

Στη βάση του σκηνικού η ερωτική ιστορία της Εύας και του Πριονά, ενός εισαγγελέα που υπηρετεί στην πόλη, 15 χιλιόμετρα μακριά. Καρπός του έρωτα η Ισμήνη, η οποία όμως θεωρεί πατέρα της τον νεκρό βοσκό, σύζυγο της Εύας με παπά και κουμπάρο. Στην περιπλοκή αυτής της υπόθεσης, που περιλαμβάνει και μια δολοφονία, ο Γιώργος Ξένος δομεί το μυθιστόρημά του. Η ιστορία από μόνη της τροφοδοτεί την εξέλιξη, δεν είναι όμως αυτή που κάνει την ανάγνωση γοητευτική. Ο συγγραφέας άλλωστε ομολογεί δημόσια, πως η υπόθεση δεν τον ενδιαφέρει, απλά τον βοηθά να εξελίξει τη γραφή. Οι ήρωες έχουν σημασία, γι’ αυτόν, που οδηγούν από μόνοι τους την έκβαση του μύθου. Για την ηρωίδα του άλλωστε μου έγραψε τα παρακάτω:
"Η Ισμήνη, η πρωταγωνίστρια του έργου, με την εύφλεκτη αγκαλιά της και τις υπαρξιακές ανατροπές της, δεν είναι παρά ένα «πειραματικό Εγώ», φυλακισμένο σε μια ατέρμονη καθημερινότητα, που παρόλο που ζει και σκοντάφτει σʼ ένα σκοτάδι γεμάτο εμπόδια από το παρόν και το παρελθόν, διασώζεται σκεπτόμενη πως, όσο υπάρχει το «Εμείς», ο θάνατος δεν πλησιάζει."

Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο συγγραφέας ακολουθεί την Ισμήνη στην ενήλικη ζωή της στην Αθήνα. Είναι μια από τις πιο διάσημες δικηγόρους της πρωτεύουσας, έχει κάνει ζηλευτή καριέρα, και μαζί χρήματα. Το χωριό μένει πίσω. Εκεί έχει απομείνει η γιαγιά Θάλεια, που θα καταφύγει στο γειτονικό μοναστήρι της Ανάληψης, όταν γεράσει, ανοϊκή πια. Και η Εύα, η μητέρα της Ισμήνης, βρίσκεται στις Βρυξέλες παντρεμένη με πλούσιο επιχειρηματία. Η Ισμήνη, έχει προλάβει να παντρευτεί κι αυτή και να πάρει διαζύγιο…
Ο συγγραφέας πριν μας παραδώσει την ηρωϊδα του χειραφετημένη και πετυχημένη Δικηγόρο, την περνά αριστουργηματικά-συμβολικά από το στάδιο συνειδητοποίησης του φύλου… Είναι ένα απόσπασμα από τα πιο ενδιαφέροντα του μυθιστορήματος, που με την παράθεσή του αλλάζει εντελώς την ατμόσφαιρα, για την ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται στο εξής, σε ένα εσώτερο πεδίο, η ηρωϊδα. «Η πρώτη αγάπη της Ισμήνης –γράφει-είχε δυο κίτρινες φολίδες στο κεφάλι και ένα σωρό μικροσκοπικά σημαδάκια στη ράχη…»

Το ξένοιαστο και απαλλαγμένο νευρώσεων αγρίμι του χωριού, είναι ήδη μια γυναίκα μόνη, που θέλει να κατακτήσει τα πάντα… Μεταμορφωμένη σε «άντρα» της ζωής της, μοιάζει στερημένη παρά το χλιδάτο των κατακτήσεών της. Μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει την επιστροφή… Με παλίνδρομη διάθεση ξεκινά για το χωριό, σαν ένα ταξίδι αναψυχής παρά νοσταλγίας. Δείχνει ότι δεν θέλει να θυμάται…Διχασμένη, «στραπατσαρισμένη» την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας , και ταυτόχρονα ρωμαλέα, αστραφτερή, απρόβλεπτη…
Στο τρένο για το ταξίδι της επιστροφής απολαμβάνει το «δρόμο» ξεκινώντας κατ’ αρχήν από τη γεωγραφία…

Στο τρένο θα γνωρίσει τον Αχιλλέα…. Τον «από μηχανής Θεό» του μυθιστορήματος, ένα σωτήρα σχεδόν και για την Ισμήνη και για τη λύση. Ο Αχιλλέας γίνεται το λιμάνι της, ο παράφορος έρωτας, εισαγγελέας όπως και ο Πριονάς, που συμπωματικά γνωρίζει λεπτομέρειες για τα «αστυνομικής υφής» παρελθόντα του βίου της… Στην λεωφόρο Όθωνος Αμαλίας της Αμαλιάδας, σε ένα σπίτι θα συναντηθούν…
Οι χαρακτήρες της ιστορίας εκπροσωπούν αρχετυπικά σχεδόν μοτίβα της ελληνικής κοινωνικής ζωής και της διαδρομής της-διαδρομών που έγιναν τα τελευταία 50 χρόνια… Ήρωες που ζουν στο χωριό το μαγικό ρεαλισμό παράλληλα με τους αυστηρούς κανόνες που πρέπει να διέπουν το βίο, στο πολιτικό και ηθικό πεδίο, ιδιαιτέρως όσον αφορά τα θηλυκά. Ήρωες εξελισσόμενοι, μεταφερόμενοι εκτός «σκηνής» από το χωριό στην πόλη, και από εκεί στην πρωτεύουσα, οι οποίοι υποσκάπτονται από τον συγγραφέα, αφήνονται να εμπλακούν στα γρανάζια της μοίρας και των νατουραλιστικών διαθέσεών του. Υπάρχει διαρκώς στο μυθιστόρημα ένας ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ του πραγματικού και του αλλόκοτου, του παρελθόντος και του παρόντος, υπάρχουν αναδρομές, που οδηγούν σε ανατροπές από τις βεβαιότητες για τα πρόσωπα και τους ήρωες.. Όλα αυτά στην ράχη της ηρωϊδας Ισμήνης, που μοιάζει να μεταμορφώνεται διαρκώς.
Ο Γιώργος Ξένος δομεί το μύθο του πάνω σε ένα τρίσημο σύμβολο: Θάλεια-Εύα-Ισμήνη. Τρεις γυναίκες που διαπλέκονται ως φιγούρες πάσχουσες, η κάθε μια σύμβολο της εποχής της, με τις ιεραρχήσεις και τις αξίες της. Είναι η βάση της αφήγησής του, ο ρόλος της γυναίκας, έτσι όπως τον ξέρουμε να αλλάζει από μάνα σε κόρη. Εν αρχή η γιαγιά Θάλεια, που μισεί τα θηλυκά και τη μοίρα τους, μια φιγούρα που νομίζεις πως δραπετεύει από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη. Η Μωραϊτισσα κυρά και μάννα, που υπομένει όμως γιατί πρέπει να βγάλει πέρα τη ζωή που της ανατέθηκε… Που καταλήγει ανοϊκή σε μοναστήρι…έχοντας απωλέσει και μνήμη και ταυτότητα.
Ακολουθεί η κόρη της Εύα που δρομολογεί τη ζωή της στα πρότυπα της μάνας, επειδή όμως δεν αντέχει τολμά την επανάσταση και ξεφεύγει… «Ο άνδρας της την έδερνε κι ας ήταν 6 μηνών έγκυος…» Το τίμημ της φυγής της σκληρό, η στέρηση της μονάκριβής της. Στη απόληξη αυτής της συνέχειας η Ισμήνη. Ένα πλάσμα χωρίς φύλο σχεδόν, μέχρι που αποφασίζει να επιστρέψει εκεί που ξεκίνησε, στο πατρικό, στα πατρογονικά.
Η ανατομία της ενδιαφέρουσα για το μοντέλο γυναίκας που γεννά ο συγγραφέας. Παραδομένη στο ένστικτο και την επιθυμία, οργανώνει μια απόκρυφη ζωή για να ανακαλύψει τα όριά της, κυλιέται στη χλόη και στα στρώματα με φαλλικά σύμβολα, ένας θηλυκός άντρας, και μαζί μια μικρή θεά, εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα αλλά και γυναίκα εκ της οποίας ερρύη τα κρείτονα.

Ο Γιώργος Ξένος συνέλαβε με τους ΣΥΝΕΝΟΧΟΥΣ ένα εντελώς δικό του σχήμα κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης, έγκυρο και ειλικρινές, βιωμένο δηλαδή, από την ελληνική πραγματικότητα.
Και μας έδωσε ένα πολύσημο μυθιστόρημα. Που κατά την δική μου εκτίμηση διαθέτει όλα τα μέσα μιας δημόσιας εξομολόγησης, την οποία επιχειρεί η γραφή για να ξορκίσει αυτά που τραυματίζουν είτε ως ενοχή είτε σαν στέρηση..
Με τον συγγραφέα γνωρίστηκα μέσω της γραφής, ιδιαίτερα δε μέσα από το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα. Διάβασα τους Συνένοχους από το δοκίμιο ακόμα, που αποτέλεσε για μένα μια ενδιαφέρουσα έκπληξη. Αναγνώρισα στην αφήγηση τον τόπο, αλλά και τα πρόσωπα των ηρώων-γυναικών πάνω στις οποίες έστησε το έργο του. Και φυσικά αναζητώντας το ιδεολόγημά του, κατέληξα στην άποψη ότι ο Ξένος, πρωτίστως ενδιαφέρεται για ένα τόπο, ου-τόπο, για την ουτοπία, ένα τοπίο μυστικό- στο οποίο μπορούν να χωρέσουν και τα ιερά και όσια και τα βέβηλα και τα παράδοξα… Όλα μαζί, διαπλεκόμενα με αλήθειες και ψέματα και κοινό παρανομαστή μιαν αυταπάτη... Η αιωνιότητα που πρέπει να κερδίσουμε, στις προθέσεις του, δια της βαθύτερης θέασης του έσω κόσμου, που μπορεί να είναι κοινός και συλλογικός, διαθέτοντας παράλληλα και μια μοναδική αυτονομία…
Η Ισμήνη, η απόληξη της γυναικείας αλυσίδας που οργανώνει στο μυθιστόρημα, είναι ένα πλάσμα μοναδικό που βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση. Στο νου της μια διαρκής ροή σκέψης, εικόνων και μνήμης που αναζητούν τρόπο να εκφραστούν. Χαρακτηρίζουν με μεγάλη σαφήνεια τον πόθο της αναζήτησης της ανάγκης για επιστροφή σε κάποιον χαμένο παράδεισο. Δεν ξέρω αν τον βρίσκει, το μυθιστόρημα δίνει τις συμβολικές απαντήσεις του, η ερμηνεία επαφίεται στην εκτίμηση του κάθε αναγνώστη ξεχωριστά.
Εκείνο που μπορώ με σαφήνεια να διατυπώσω για την ηρωϊδα, είναι ότι η Ισμήνη είναι μια πολίτης του συγχρόνου κόσμου, με καταπιεσμένες μνήμες. Γιατί οι γυναίκες από τις οποίες προέρχεται της έμαθαν ότι παράλληλα με τους περιορισμούς που έθεταν οι κανόνες του χωριού στο τι ένα θηλυκό επιτρέπεται να τολμήσει, έθεσαν και παρόμοια όρια στο τι δικαιούται να σκέφτεται…
Δεν αποτολμώ να «ψυχαναλύσω» τους ήρωες, έστω κι αν όλοι γνωρίζουμε ότι η ψυχανάλυση παραμένει για την προσέγγιση της λογοτεχνίας ένα από τα κυρίαρχα ερμηνευτικά όργανα. Και η γραφή του Ξένου μας δίνει «χέρι» για μια τέτοια απόπειρα, αφού στο έργο ψυχογραφεί διαρκώς τις τρεις γυναίκες του. Αφήγηση γεμάτη όνειρα, σύμβολα, μαγεία, ερωτισμό, όλη σχεδόν τη φροϋδική θεματολογία…
Κατά βάθος, αυτή η καταπιεσμένη μνήμη είναι η πηγή των νευρώσεών μας. Το πώς θα θεραπευθούμε είναι δουλειά της ψυχανάλυσης ίσως, μπορεί και της λογοτεχνίας. Το συμπέρασμά μου από τους Συνένοχους, ρευστό μεν, αισιόδοξο δε. Τίποτα από το παρελθόν δεν είναι παλιό, αν δεν έχει πεθάνει μέσα μας. Και τίποτε από το παρόν δεν είναι νέο, αν δεν το έχουμε καταλάβει και αποδεχθεί…ως αναγκαίο για τη συνέχεια.
Και η συνέχεια είναι το διηνεκές, χωρίς όρια στην τόλμη του να ζεις και ν’ αγαπάς για να μαθαίνεις… Η Ισμήνη θεραπεύεται με τον έρωτα και με την τόλμη της να επιστρέψει εκεί που απέθεσε το τραύμα… Η Εύα, θεραπεύτηκε νωρίς, επειδή τόλμησε την φυγή στην ελευθερία, πληρώνοντας ακριβό τίμημα. Εκείνη που δεν τα κατάφερε, είναι η Θάλεια, που παρέμεινε πιστή στη σύμβαση του ρόλου σε όλη της τη σκληρή ζωή… Η Θάλεια της άνοιας, που κλεισμένη στο Μοναστήρι, δεν θυμάται πια, δεν αγαπά, και δεν λυπάται… άρα δεν έχει πια θέση και ρόλο….
Ελένη Σκάβδη

Asimokapnismeni

“Αλεξανδρούπολη μεριά, σκληρός Απρίλης”*

Πάει κι ο Απρίλης, ένας μήνας «σκληρός», που καταφέρνει «μετάβαση» στο θέρος με τα γυρίσματά του καιρού του. Ο Απρίλης του Πάσχα, της Λαμπρής, και της Ανάστασης… Επηρεασμένη από τον καιρό και την κυκλοθυμία του, βγαίνω από τη Λαμπρή με φαύλη διάθεση, μια διάθεση που έχει σχέση κυρίως με την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα, την ανεπάρκεια κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων, την αμεριμνησία Αριστεράς και συμπορευομένων… Υπό διάλυση ΕΣΥ και Νοσοκομεία, εδώ και δυο μήνες οι γιατροί κάνουν επίσχεση εργασίας στον Πύργο για τα δεδουλευμένα των εφημεριών τους και ο υπουργός βγαίνει στα κανάλια με δηλώσεις για το «Μακεδονικό»! Ο άνθρωπος ακόμα κατατρέχεται από το σύνδρομο του «ανολοκλήρωτου» διπλωμάτη, άλλοτε πάλι από εκείνο του πρώην Δημάρχου του κλεινού Άστεως… Ιδέαν δεν έχει ακόμα ότι εδώ και τρία χρόνια είναι υπουργός Υγείας, αναρωτιέμαι αν ξέρει για την επίσχεση στα περισσότερα επαρχιακά δημόσια Νοσοκομεία…
Στην Ελλάδα βέβαια του 2008, έχουν παντού διασπαρθεί με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση τα νέα Ιδιωτικά Θεραπευτήρια, ως ξενοδοχεία Πολυτελείας, «καταφυγή» νοσούντων από την Επαρχία, που σπεύδουν μεν στο δικό τους ευάερον και ευήλιον Δημόσιο Νοσοκομείο, γιατρούς όμως να εφημερεύουν δεν βρίσκουν, κι έτσι, αν δεν είναι «ΟΓΑ» σπεύδουν στο ιδιωτικόν. Εκεί βέβαια ο «χασές» περιλαμβάνει μαζί με τα νοσήλια του Ταμείου και τον γνωστό «αέρα»!!!
Πριν λίγες μέρες, συνομιλώντας με φίλο γιατρό, μου ανέφερε τα σχετικά. Έκανε εγχείρηση κοίλης σε ιδιωτικό θεραπευτήριο… νοσηλεύτηκε για ένα 24ωρο, πλήρωσε το κραταιό Ταμείο του και το καπέλο 700 ευρώ!!! «Μαύρα;», τον ρώτησα. «Μαύρα, αφού έτσι είναι το καθεστώς…», μου απάντησε…
Είναι η πάταξη της «διαπλοκής» που διατυμπάνιζε ο Πρωθυπουργός, προεκλογικά!!!
Όμως η κυβερνητική πολιτική ένα στόχο έχει! Τζίρος να γίνεται με μονομερή κατεύθυνση…

Ακούω για χιλιοστή φορά τα της αξίας των αγωγών από τη Ρωσία, τα της εγκαρδίου συνεννοήσεως Καραμανλή-Πούτιν, έπηξα κυριολεκτικά στο μέτρημα των ταξιδιών Καραμανλή στη Μόσχα για τα …έλαια και τα αέρια, έπηξα και με το επικοινωνιακό παιχνίδι περί αυτών που διεξάγεται με συνεπή περιοδικότητα τα τελευταία χρόνια. Νισάφι πια κι αυτό το εμπεδώσαμε… Ελλάς-Ρωσία, εγκάρδιος φιλία, και σταυροδρόμι της ενέργειας, άντε και χορτάσαμε! «Έξω, καλά τα πάτε», ρίξτε μια ματιά και στα «έσω», που θα έλεγε και ο γέρος Καραμανλής, για τον οποίο έκανε χθες ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα ο Μανόλης Κοττάκης… Τον ξέρετε βέβαια τον Κοττάκη, οι περισσότεροι Κομοτηναίοι τον θυμούνται μεταξύ 1990-1993, στην ΕΡΑ και στο Γραφείο Τύπου του Νομάρχη, του κ. Καραχάλιου, που τον έχρισε ο Μητσοτάκης και μετά αποχώρησε με την «υπέρβαση» Σαμαρά, για την ΠΟΛΑΝ, μια «Άνοιξη» που άντεξε λιγάκι… Τίποτε καινούριο δεν μας έδωσε για τον Καραμανλή η εκπομπή, θα άξιζε ίσως να μάθουμε και μερικά για τον «Καραμανλή με τις παντούφλες», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Δημήτρης Ρίζος…
Από την άλλη, διαβάζω τα σχετικά με την επισιτιστική κρίση (sic), την πείνα δηλαδή για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, στον τρίτο κόσμο κι αναρωτιέμαι αν η στάση ημών, εδώ στον παράδεισο της μάσας και της παχυσαρκίας, αρκεί για να μας απαλλάξει από ευθύνες και ενοχές… Αποφάσισαν διάβασα, οι του ΟΗΕ, τη συγκρότηση «πυρήνα» διαχείρισης της … κρίσης από το σύνολο των Υπηρεσιών του ΟΗΕ και την Παγκόσμια Τράπεζα ... Το τι θα κάνει ο «πυρήνας» δεν έχω ακόμα καταλάβει, θα τελεί-λένε- υπό την άμεση εποπτεία του Μπαν Γκι-μουν και ρόλο συντονιστή θα έχει ο αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Τζον Χολμς.
Τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης και της «ελεύθερης αγοράς» που ευλογούν εδώ και μια δεκαετία σοσιαλίζοντες και φιλελεύθεροι, μας κουνούν τώρα το μαντήλι… Βλέπετε, στην οικονομία, οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης, δια των οποίων «ελεύθερα» οργανώνονται οι τιμές των προϊόντων, και φυσικά γιγαντώνονται τα έσοδα των κατεχόντων, κάποια στιγμή θα είχαν τα αποτελέσματα και στην κοινωνία… Σαν τους Μαυραγορίτες της Κατοχής οι «έχοντες» κανόνισαν να έχουν φυλαγμένα στα υπόγεια και τις αποθήκες, ρύζια, σιτάρια, καλαμπόκια, για να τα ρίξουν στην αγορά σε εποχές μειωμένης προσφοράς και να πετύχουν «καλή τιμή»! Αποτέλεσμα, να λένε στις τρίτες χώρες το ψωμί -«ψωμάκι» κι έπειτα να αφυπνίζεται ο ΟΗΕ…Τόσο απλά και ανάλγητα.
Δεν γράφω τίποτε για το παιχνίδι των τιμών του πετρελαίου, που αν το δει κανείς «πακέτο» με την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου θα καταλάβει τι μας περιμένει…
Ο θυμός μου με όλα τα ανωτέρω απογειώνεται και γίνεται οργή όταν συνειδητοποιώ το ποιος διαχειρίζεται σήμερα τα του δικαιώματος στην δουλειά ιδιαιτέρως των νέων ανθρώπων… «Ενδιάμεσοι φορείς», παλιά τους λέγαμε «μεσάζοντες» και στις αναλύσεις θεωρητικών για την Ελλαδίτσα και τις «τάξεις», «μεταπράτες». Η γλώσσα όμως άλλαξε καταλυτικά, η πολιτική ορολογία πηγάζει απευθείας από τη μετάφραση «ευρωπαϊκών» όρων, καταλήγοντας σε μια φραγκολεβαντίνικη επικοινωνία, ακατανόητη και εν πολλοίς δυσνόητη!
Δεν μπορούμε πια να ορίσουμε την πραγματικότητα, άρα δεν μπορούμε και να εξηγήσουμε τις πηγές της κακοδαιμονίας μας.
Και το κυριότερο: αν τολμήσεις να αμφισβητήσεις το «ευρωπαϊκό καθεστώς» σε λένε γραφικό και δογματικό μαζί, και σε καταδικάζουν να καείς στην μοναχικότητα του περιθωρίου… Παραδείγματα τέτοιας περιθωριακής στάσης και σκέψης υπάρχουν πολλά. Κρυμμένα ερμητικά σε τείχη… Ανάμεσά τους κι εγώ, που ευτυχώς, βρήκα παράθυρο στον Παρατηρητή, ενίοτε και στα ώτα μετρημένων πια φίλων από τα παλιά.

Βγήκα οργισμένη από το Πάσχα! Θέλω να μοιραστώ το θυμό μου μαζί σας. Για να ξορκίσω την ένταση όλη τη μέρα χθες άκουγα μουσική και διάβαζα στίχους. Από τα ακούσματα κράτησα για τη σελίδα το πιο νοσταλγικό, σε μουσική Χρ. Νικολόπουλου με τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου… Σε στίχους φυσικά του Αλεξανδρουπολίτη Λευτέρη Χαψιάδη… Σας το αφιερώνω, Αλεξανδρουπολίτες και μη… Αφού μια είναι η ουσία… Όλες οι επαρχίες έχουν πάντα την ίδια εικόνα, όταν νοσταλγείς και θυμάσαι…

Αλεξανδρούπολη μεριά, βαρύς χειμώνας.
Μέσα στο χιόνι βουτηγμένος ο στρατώνας.
Τα γράμματά σου όσο πάνε λιγοστεύουν
κι εγώ ζηλεύω τις παλιές σειρές που φεύγουν.

Τα σύνορα είναι τιμή, δεν είναι τιμωρία.
Εμένα όμως με τιμώρησες εσύ.
Χωρίσαμε και έγινε η θητεία
μια καταδίκη με ισόβια ποινή.

Αλεξανδρούπολη μεριά, σκληρός Απρίλης
κι ούτ’ ένα μήνυμα δεν είπες να μου στείλεις.
Ένας φαντάρος από αγάπη προδομένος
μοιάζει να είναι μες στη μάχη λαβωμένος.

Τα σύνορα είναι τιμή, δεν είναι τιμωρία.
Εμένα όμως με τιμώρησες εσύ.
Χωρίσαμε και έγινε η θητεία
μια καταδίκη με ισόβια ποινή.


Φιλιά!!!